Τρεις συζητήσεις

Χάννα Άρεντ

Τρεις συζητήσεις

Μετάφραση: Γιώργος Στεφανίδης

Επίμετρο: Δημήτρης Μαρκόπουλος

Δεκέμβριος 2021

σελ. 168

ISBN: 978-618-85120-4-7

 

Είναι σπάνιο αλλά και ταυτοχρόνως τόσο ευεργετικό να προσεγγίζει κανείς, μέσω του ζωντανού διαλόγου μιας συνέντευξης, το έργο μιας σπουδαίας διανοήτριας σαν τη Χάννα Άρεντ. Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει τρεις εκτενείς τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις της, που παραχώρησε κατά την τελευταία περίπου δεκαετία της ζωής της και ενέχουν αναπόφευκτα έναν βιογραφικό χαρακτήρα. Η Άρεντ δράττεται εδώ της ευκαιρίας να αφηγηθεί γεγονότα του παρελθόντος, να παρουσιάσει εκφάνσεις της ζωής της άγνωστες μέχρι τότε, να κουβεντιάσει για τον επαγγελματικό και φιλικό της περίγυρο, να αποσαφηνίσει έννοιες και απόψεις, όπως βέβαια και να σχολιάσει την επικαιρότητα. H γερμανική της καλλιέργεια και η εβραϊκή της ταυτότητα, η περιπέτεια του ναζισμού και η εξορία, ο Άιχμαν, το Κακό και η μοίρα των Εβραίων, η στάση των διανοούμενων… Όλα αναμοχλεύονται κι όλα διαπλάθουν έναν μοναδικά πολυτάραχο βίο.

 

«Πρέπει να καταλάβουμε ότι η ανθρώπινη αδυναμία είναι σύμ­φυτη με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα· συγχρόνως όμως οφεί­λουμε να αντιληφθούμε πως ακόμα και σε συνθήκες απόλυτης αδυναμίας μπορούμε να έχουμε έλεγχο επί των πράξεών μας. Με άλλα λόγια, λοιπόν, δεν είναι μονόδρομος να γίνουμε όλοι ανεξαι­ρέτως εγκληματίες. […] H γραφειοκρατία είναι υπεύθυνη για την οργάνωση μαζικών δολοφονιών· δημιουργεί συνεπώς μια ανωνυ­μία, όπου το πρόσωπο εξανεμίζεται. Μόλις το εμπλεκόμενο άτομο εμφανιστεί μπροστά στο δικαστήριο, γίνεται και πάλι άνθρωπος. Δεν συμφωνείτε ότι εδώ κρύβεται η σπουδαιότητα του δικαιικού συστήματος; Λαμβάνει χώρα μια πραγματική μεταστροφή. Αν ο κατηγορούμενος ισχυριστεί: “Ήμουν απλά ένας γραφειοκράτης”, ο δικαστής μπορεί να απαντήσει: “Άκου, δεν βρίσκεσαι εδώ γι’ αυτόν τον λόγο. Εδώ βρίσκεσαι για τις συγκεκριμένες πράξεις σου”. Η μεταστροφή αυτή έχει κάτι το θαυμάσιο».

 

Η Χάννα Άρεντ γεννήθηκε στο Αννόβερο το 1906 και πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1975. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Καίνιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας. Σπούδασε, μεταξύ άλλων, φιλοσοφία δίπλα στον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, στο Μάρμπουργκ και τη Χαϊδελβέργη αντιστοίχως. Με τον πρώτο θα συνάψει ερωτική σχέση, η οποία θα τη σημαδέψει μέχρι το τέλος της ζωής της. Το 1929 δημοσιεύει τη διατριβή της για τον Άγιο Αυγουστίνο και παντρεύεται τον Γκύντερ Άντερς. Το 1933, με την άνοδο των ναζί στην εξουσία, αναλαμβάνει πολιτική δράση σε συνεργασία με τους Σιωνιστές και συλλαμβάνεται στο Βερολίνο από την Γκεστάπο, όμως αφήνεται ελεύθερη και αναγκάζεται, ως Εβραία, να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί θα γίνει φίλη με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, θα εργαστεί σε μια οργάνωση που φυγάδευε εβραιόπουλα στην Παλαιστίνη, και το 1940 θα παντρευτεί τον δεύτερο σύζυγό της, τον Γερμανό ποιητή και μαρξιστή στοχαστή Χάινριχ Μπλύχερ. Το 1941, αφού έχει περάσει κάποιους μήνες σε στρατόπεδο εγκλεισμού στη νότια Γαλλία, μεταναστεύει στις ΗΠΑ, ενώ το 1950 θα λάβει την αμερικανική υπηκοότητα και μέχρι τον θάνατό της θα διδάξει σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες διανοήτριες του 20ού αιώνα, με σημαντικότερη παρακαταθήκη της τις βαθυστόχαστες αναλύσεις της για τον ολοκληρωτισμό και τη δημοκρατική πολιτική παράδοση. Βασικότερα έργα της: Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού (1951 – Νησίδες, 2017)· Η ανθρώπινη κατάσταση (1958 – Πατάκης, 2020)· Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (1963 – Νησίδες, 2009)· Για την επανάσταση (Αλεξάνδρεια, 2006).

Τα ελιξίρια του Διαβόλου

Ε.Τ.Α. Χόφμαν

Τα ελιξίρια του Διαβόλου

Μετάφραση-Επίμετρο: Σοφία Αυγερινού

Ιούνιος 2021

σελ. 432

ISBN: 978-618-85120-3-0

 

 

Μυθιστόρημα-σταθμός στην παγκόσμια λογοτεχνία, τα Ελιξίρια του Διαβόλου καταδύονται στην άβυσσο της ανθρώπινης τραγικότητας, όπου η αλήθεια αναμειγνύεται με τη φαντασία και η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση. Εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, λαβυρινθώδης πλοκή, δαιμονικοί ήρωες με εφιαλτικά οράματα… Μια ανεξάντλητη σπουδή στις αγωνιώδεις αναζητήσεις της ψυχής και τον διχασμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του Ρομαντισμού, Ε.Τ.Α. Χόφμαν, μας προσφέρει ένα απαράμιλλο δείγμα γοτθικού λογοτεχνικού ύφους αγγίζοντας με τρόπο ουσιαστικά μοντέρνο το πρόβλημα της ατομικής ταυτότητας, εντός της οποίας συγκρούονται το συνειδητό και το ασυνείδητο, η φύση και η άρνησή της.

 

«Ναι, αδελφούλη Μεδάρδε», συνέχισε ο Σένφελντ υψώνοντας τη φωνή και χειρονομώντας ζωηρά, «ναι, αδελφάκι μου. Η τρέλα είναι η αληθινή βασίλισσα των πνευμάτων εδώ στη γη. Η λογική είναι μονάχα ένας νωθρός τοποτηρητής που δεν νοιάζεται για το τι συμβαίνει έξω από τα όρια του βασιλείου, μόνο και μόνο από ανία βάζει τους στρατιώτες να παρελαύνουν στην πλατεία, οι στρατιώτες αυτοί δεν μπορούν να ρίξουν ούτε μια τουφεκιά της προκοπής, όταν εισβάλλει ο εχθρός. Αλλά η τρέλα, η αληθινή βασίλισσα του λαού, έρχεται με σάλπιγγες και τρομπέτες: παραπαπάμ-παμ-παμ! Πίσω της ιαχές θριάμβου – ζήτω! Οι δούλοι σηκώνονται και φεύγουν από εκεί που τους μάντρωσε η λογική και δεν θέλουν πια να στέκουν, να κάθονται και να ξαπλώνουν όπως διατάζει ο σχολαστικός οικοδιδάσκαλος. Εκείνος κοιτάζει τις λίστες του και λέει: “Για δες, η τρέλα μού πήρε τους καλύτερους μαθητές μου – τους παραπήρε, τους συνεπήρε, ναι, τους συνεπήρε και τρελάθηκαν”»

 

Ο Ερνστ Τέοντορ Αμαντέους Χόφμαν (Ernst Theodor Amadeus Hoffmann, 1776-1822) γεννήθηκε στο Καίνιγκσμπεργκ της Πρωσίας και πέθανε στο Βερολίνο. Εκτός από σπουδαίος λογοτέχνης, υπήρξε νομικός, συνθέτης και καλλιτέχνης, ενώ δούλεψε ως δημόσιος υπάλληλος, σκηνογράφος, κριτικός μουσικής, διευθυντής ορχήστρας και δικαστής. Λάτρης της μουσικής, άλλαξε το τρίτο του όνομα από «Βίλχελμ» σε «Αμαντέους», προς τιμήν του Μότσαρτ. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς συγγραφείς του Ρομαντισμού, αναμειγνύοντας με απαράμιλλο τρόπο τη λογοτεχνία του φανταστικού με τη σπουδή πάνω στην ανθρώπινη φύση και την τραγικότητά της. Επηρέασε συγγραφείς όπως ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ο Μποντλαίρ, ο Γκόγκολ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ντίκενς και ο Κάφκα. Οι ιστορίες του ενέπνευσαν διάφορες συνθέσεις μπαλέτων, με διασημότερο τον Καρυοθραύστη του Τσαϊκόφσκι. Ο ίδιος ο Χόφμαν συνέθεσε αρκετές όπερες, ενώ οι κριτικές του για την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν άσκησαν σημαντική επίδραση στους κατοπινούς μουσικοκριτικούς.

Χανς-Έριχ Καμίνσκι – “Ο Σελίν φαιοχίτωνας”

Χανς-Έριχ Καμίνσκι

Ο Σελίν φαιοχίτωνας

Μετάφραση: Χαράλαμπος Μαγουλάς

Επίμετρο: Νίκος Μάλλιαρης

Μάιος 2021

σελ. 160

ISBN: 978-618-85120-2-3

 

Διάσημος ήδη από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, και θεωρούμενος από πολλούς, μέχρι τότε, ως αριστερός συγγραφέας, ο Λουί Φερντινάν Σελίν εκφράζει για πρώτη φορά ανοιχτά το 1937 τις αντισημιτικές και ρατσιστικές του ιδέες. Το 1938, σε μια εποχή όπου ανά την Ευρώπη Εβραίοι μεταναστεύουν ήδη μαζικά για να σωθούν, εν μέσω της ανόδου των φασιστικών κινημάτων και στα πρόθυρα του Β΄ Π.Π., ο αναρχικός αντιφασίστας Χανς-Έριχ Καμίνσκι, αυτοεξόριστος στη Γαλλία, αναλαμβάνει να του απαντήσει. Με το ευφυέστατο χιούμορ του απομυθοποιεί πλήρως την πολιτική στράτευση του Γάλλου λογοτέχνη και κατακεραυνώνει το διανοητικό του φλερτ με τους ναζί, ενώ εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να διατυπώσει την αντιμιλιταριστική του κοσμοθεώρηση και να σχολιάσει προφητικά την επερχόμενη, γενικευμένη πολεμική σφαγή. Με την πολεμική του ενάντια στον Σελίν, ο Καμίνσκι μάς προσφέρει μια καλή αφορμή να στοχαστούμε γύρω από το ζήτημα της ευθύνης των συγγραφέων αλλά και της σχέσης μεταξύ λογοτεχνίας και ιδεολογίας.

«Πώς γίνεται ένα πνεύμα σαν τον Σελίν να ξεπέφτει τόσο που ν’ αναγκαζόμαστε να τον συγκρίνουμε με έναν Στράιχερ; Εάν μια τέτοια διάνοια αφήνεται να παρασυρθεί σε τέτοιες παρεκκλίσεις, τι θα πρέπει κανείς να περιμένει από αυτούς που έχουν λιγότερα εφόδια για ν’ αντισταθούν στους πιο απλοϊκούς πειρασμούς; Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτημα που ξεπερνά κατά πολύ την περίπτωση του Σελίν. […] Όσο μεγάλος συγγραφέας κι αν είναι, δεν ξέρει πώς ν’ απελευθερωθεί από τις αγωνίες του: είναι ένας ασθενής της εποχής μας και δεν έχει καμία πίστη να τον καθοδηγήσει και να τον στηρίξει. Όσο μεγαλύτερο ταλέντο έχει κανείς, τόσο πιθανότερο είναι να βασανίζεται μέσα στον σημερινό κόσμο, όπου τα πάντα καταρρέουν και το μέλλον προμηνύεται γεμάτο αντιφατικές και συχνά χωρίς ομορφιά δονήσεις. Αλήθεια, αρκεί να ’ναι κανείς έστω και λίγο απαισιόδοξος, για ν’ απελπιστεί με όλους τους ανθρώπους, με όλες τις τάξεις και μ’ όλους τους λαούς, καθώς παρασυρόμαστε στη δίνη ενός κόσμου, ενώπιον των καταναγκασμών του οποίου η αυτοκτονία φαίνεται μερικές φορές ως η μόνη άμυνα».

 

Ο Χανς-Έριχ Καμίνσκι (1899-1963) γεννήθηκε στην Πρωσία –στο σημερινό Πολέσκ της Ρωσίας– και πέθανε στην Αργεντινή. Αφού υπηρέτησε στην Αεροπορία κατά τον Α΄Π.Π., σπούδασε οικονομικά στο Φράιμπουργκ και τη Χαϊδελβέργη, κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον αριστερό Τύπο της χώρας του, την οποία εγκατέλειψε το 1933 για το Παρίσι, μετά την εκλογική νίκη των Ναζί. Απογοητευμένος από την αδυναμία της Σοσιαλδημοκρατίας ν’ αποτρέψει την άνοδο του ναζισμού, στράφηκε στις ελευθεριακές ιδέες. Συνδέθηκε με την αναρχοσυνδικαλιστική Διεθνή Ένωση Εργαζομένων (ΑΙΤ) και ταξίδεψε στην επαναστατική Ισπανία. Μετά την ήττα της Γαλλίας, το 1940, έφυγε για την Αργεντινή, χάρις στη βοήθεια του Diego Abad de Santillán, αδυνατώντας να βρει βίζα για τις ΗΠΑ παρά τις προσπάθειες του φίλου του, Ρούντολφ Ρόκερ. Έγραψε για την Ισπανική Επανάσταση, τον Μπακούνιν, τον ναζισμό και την επανάσταση, ενώ ο θαυμασμός του για τα δύο πρώτα μυθιστορήματα του Σελίν τον ώθησε να συντάξει το παρόν κείμενο. O Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ περιλαμβάνει κείμενά του στο Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας (Εστία, 2019). Έργα του: Fascismus in Italien (Ο φασισμός στην Ιταλία, Βερολίνο, 1925)· Ceux de Barcelone (Εκείνοι της Βαρκελώνης, Παρίσι, 1937)· Bakounine, la vie dun révolutionnaire (Μπακούνιν, η ζωή ενός επαναστάτη, Παρίσι, 1938)· Troisième Reich, Problème sexuel (Το Τρίτο Ράιχ ως σεξουαλικό πρόβλημα), Μπουένος Άιρες, 1940 –εκδόθηκε απευθείας στα ισπανικά–, κ.α.

Αργύρης Φασούλας – “Πομόνα”

Αργύρης Φασούλας

Πομόνα

Μάιος 2021

σελ. 96

τιμή: 8 ευρώ

ISBN: 978-618-85120-1-6

 

 

Οκτώ διηγήματα σχηματίζουν μια ονειρική ανθρωπογεωγραφία του θεσσαλικού κάμπου. Ο άντρας που καπνίζει στο φως του σούρουπου τα δάχτυλά του. Η Κική που μετράει συλλαβιστά τα στρώματά του αέρα. Η κόρη που σκοτώνει και φυτεύει τη μητέρα της. Οι ήρωες του βιβλίου περιδιαβαίνουν μέσα στην ανθρώπινη περιπέτεια, με ό,τι έχει ο καθένας: ένα μαχαίρι, ένα κλειδί, ένα σφυρί. Αίμα, φόνοι, γιορτές, καταστροφές, μοναξιές. Όλα μαζί στο αλέτρι του μύθου. Η Πομόνα φέρνει στην επιφάνεια ιστορίες από κάτω, από πέρα, από πουθενά, σαν μια αντλία που τραβάει νερό από τα βάθη.

 

«Από τον ουρανό κατέβαιναν χιλιά­δες φίδια από ατόφιο φως, σχίζοντας την ατμό­σφαιρα με γυάλινα σφυρίγματα! Όλο το βράδυ η Κική καρφωμένη μπροστά απ’ το παράθυρο. Από πίσω την αγκάλιαζε ένας άντρας που όταν της μιλούσε, τα μάτια της άκουγαν γονατισμένα. Αυτός την σήκωνε ψηλά και την άφηνε να πλέει στ’ αστέρια. Αυτός της μίλαγε γλυκά μέσα απ’ τις καλαμιές. Αυτός τη μάλωνε. Κι ήταν αυτός που ένα βράδυ τής έδειξε τις χώρες εκείνες, όπου ο χρόνος κυλάει μες απ’ τα κόκκαλα σα ζεστό γάλα. Εδώ τα σώματά τους παφλάζουν ιδρωμένα το ένα μες στ’ άλλο. Πάνω απ’ τις ράχες τους, οι ουρανοί ανοίγουν διάπλατα και η βροχή μου­γκρίζει από λαχτάρα! Η βροχή μουγκρίζει ξεσκί­ζοντας τα σύννεφα! Πάλι! Και πάλι! Και ξανά! Η Κική κάνει χώρο ανάμεσα στα σκέλια της! Απ’ τα βουνά ακούγονται τριξίματα! Δεκάδες χέρια να χαλαρώνουνε βιαστικά τις κάνουλες απ’ όλες τις πηγές! Ο κόσμος αφρίζει ξέχειλος! Χείμαρ­ροι ξεχύνονται αγριεμένοι στην πεδιάδα! Κι εί­ναι στο κέντρο του κατακλυσμού που το ζευγάρι ζυμώνεται μες στον ιδρώτα του, κι απ’ όλο τους το κορμί κυλούν νερά!»

 

Ο Αργύρης Φασούλας γεννήθηκε το 1985 στη Λάρισα. Η Πομόνα είναι το πρώτο του βιβλίο.

Η Μαρία Χαρτοκόλλη φιλοτέχνησε -με τη μέθοδο του κολλάζ- οκτώ εικόνες που συνοδεύουν τα διηγήματα της συλλογής.

Ο Λάκης Προγκίδης μιλά στο Τρίτο Πρόγραμμα για τη “Λυρική γενιά”

Ο Λάκης Προγκίδης συνομιλεί με τον Δημήτρη Τρίκα για τη “Λυρική γενιά” και τη σκέψη του Φρανσουά Ρικάρ (στην εκπομπή Bookfly, στο Τρίτο Πρόγραμμα)

«Λυρικό πνεύμα», «αίσθημα της ελαφρότητας του κόσμου», «ελάφρυνση» της ύπαρξης: αυτές είναι οι βασικές πτυχές της κοσμοθεώρησης της λυρικής γενιάς, από την πρώτη στιγμή της εισόδου της στο ιστορικό προσκήνιο. Πρόκειται για τη γενιά που κυριάρχησε μετά τη δεκαετία του 1960 μέσα στον δυτικό κόσμο και διαμόρφωσε τις κοινωνίες στις οποίες συνεχίζουμε να ζούμε. Αναλύοντας το λυρικό πνεύμα –και αντλώντας από την ιδιαίτερη περίπτωση της πατρίδας του, του Κεμπέκ–, ο Φρανσουά Ρικάρ προτείνει μια πρωτότυπη ανάγνωση των κινημάτων του ’60. Απώτερος στόχος του είναι να στοχαστεί τις σημερινές κοινωνίες, οι οποίες προέκυψαν από τους μετασχηματισμούς και τις ρήξεις που τα κινήματα αυτά προκάλεσαν: τις μεταμοντέρνες κοινωνίες του ατομικισμού, της ιδιώτευσης, της κυνικής απομυθοποίησης των πάντων και της ξέφρενης κατανάλωσης. Ένα είδος φιλοσοφικής ανθρωπολογίας της εποχής μας, με άλλα λόγια.

«Αμφισβήτηση θα πει ακριβώς επανάσταση στην πράξη, καθημερινή, γειωμένη, στραμμένη ενάντια σε στόχους μεταβαλλόμενους και πάντα καινούργιους. Είναι το λυρικό αντάρτικο: για να μη «βαλτώσεις», δηλαδή για να τροφοδοτείς την ανυπομονησία, για να κρατάς ζωντανό το συναίσθημα της δύναμής σου και ατελείωτη τη γιορτή, ψάχνεις παντού θύλακες αντίστασης, ξεριζώνεις από παντού το σταθερό και το επαχθές, και πυροβολείς ό,τι κινείται – εν προκειμένω, ό,τι δεν κινείται. Καθηγητές, γονείς, εργοδότες, πολιτικοί ιθύνοντες, διανοούμενοι, θεσμοί, παραδόσεις, καθετί που αντιπροσωπεύει την τάξη ή τη σταθερότητα θεωρείται καταπιεστικό, σφετεριστικό και πληκτικό, και ως τέτοιο αξίζει να επικρίνεται, αν όχι να πατάσσεται. Όχι κατ’ ανάγκην για να προκύψει κάτι καλύτερο, αλλά για να ανοίξει απλώς χώρος, να αλλάξει ο κόσμος, να ελαφρύνουν όλα και να μη σταματήσει πουθενά η ξέφρενη αυτή διαλεκτική, αυτό το μεθυστικό «μπιτ» που πρέπει να είναι ο ρυθμός της ίδιας της ιστορίας».

Ένα συλλογικό πορτρέτο της γενιάς που διαμόρφωσε τον κόσμο

Του Γιάννη Κτενά

(Βιβλιοκριτική που δημοσιεύτηκε στα “ΝΕΑ”)

 

Το βιβλίο του Φρανσουά Ρικάρ Η λυρική γενιά. Δοκίμιο για τη ζωή και το έργο των πρώτων baby boomers κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μάγμα τον Νοέμβριο του 2020 και μου κράτησε συντροφιά τις τελευταίες μέρες της χρονιάς που πέρασε και τις πρώτες μέρες της χρονιάς που ήρθε. Την προσοχή μου τράβηξαν τόσο το θέμα του έργου, όσο και τα διαπιστευτήρια του συγγραφέα, ο οποίος αποτελεί έναν από τους πλέον έγκριτους μελετητές του Μίλαν Κούντερα παγκοσμίως (η Εστία έχει εκδώσει το δοκίμιό του Το τελευταίο απόγευμα της Ανιές, που αναφέρεται στην ηρωίδα της Αθανασίας του γαλλοτσέχου λογοτέχνη). Έσπευσα λοιπόν να ανοίξω το βιβλίο μόλις βρήκα τον απαιτούμενο χρόνο – και δεν απογοητεύτηκα.

Ευθύς εξαρχής, ο Ρικάρ καθιστά σαφή την πρόθεσή του, η οποία δεν είναι άλλη από τη σκιαγράφηση ενός συλλογικού πορτρέτου της γενιάς που ήρθε στον κόσμο αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Έτσι, αν ως baby boom ορίζεται πολύ γενικά η εντυπωσιακή αύξηση των γεννήσεων από το τέλος του Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται συγκεκριμένα για τα συλλογικά χαρακτηριστικά των πρώτων baby boomers. Αυτοί οι «πρωτότοκοι», όπως τους αποκαλεί επανειλημμένα, διακρίνονται από ιδιαίτερες ποιότητες, που δεν χαρακτηρίζουν όσους βλέπουν το φως το 1960, για παράδειγμα. Και το ζητούμενο για τον ίδιο είναι ακριβώς να συλλάβει το πνεύμα, το «δαιμόνιο» αυτών των πρωτοτόκων, την υπαρξιακή και αισθηματική ατμόσφαιρα, τους τρόπους σκέψης και πράξης που σημαδεύουν τη γέννηση, την ανατροφή και την ενηλικίωσή τους.

Δεδομένου μάλιστα ότι ο Ρικάρ είναι γεννημένος το 1947, γίνεται κατανοητό ότι αυτό το συλλογικό πορτρέτο είναι την ίδια στιγμή και ένα αυτοπορτρέτο: ο παρατηρητής είναι σε κάποιο βαθμό αδιαχώριστος από το παρατηρούμενο φαινόμενο, κάτι που κατά τον Ρικάρ αποτελεί χαρακτηριστικό του δοκιμιακού είδους, το οποίο δηλώνει ρητά πως θέλει να υπηρετήσει. Πράγματι, κινούμενος με άνεση ανάμεσα στα πεδία της δημογραφίας, της ιστορίας, της ανθρωπολογίας και της πολιτικής θεωρίας, δεν καθηλώνεται στις αυστηρές αναγκαιότητες κανενός από αυτά, αλλά αξιοποιεί ερμηνευτικά τα συμπεράσματά τους για να προτείνει μια ιδιαίτερη θεώρηση της πραγματικότητας.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μεγάλα μέρη, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε μια περίοδο της ζωής των πρωτότοκων boomers: παιδική ηλικία, νεότητα, ενηλικίωση. Καθεμία από αυτές τις φάσεις χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρες και ιδιαίτερες συνθήκες, που σύμφωνα με τον συγγραφέα κάνουν τη λυρική γενιά να ξεχωρίζει από όλες όσες προηγήθηκαν, αλλά και από όλες όσες την ακολούθησαν.

Έτσι, η παιδική ηλικία των πρώτων baby boomers συνδέεται όχι μόνο με τον ενθουσιασμό των γονιών τους, που βγαίνοντας από τον πόλεμο ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία και θέλουν να προσφέρουν στα παιδιά τους όσα δεν μπόρεσαν να απολαύσουν οι ίδιοι, αλλά και με έναν συνολικά καινοφανή τρόπο βίωσης της παιδικής ηλικίας, που περνάει μέσα από τον πολλαπλασιασμό των νηπιαγωγείων, των κατασκηνώσεων, των δημοσίων πισινών ή των λούνα παρκ, τη γενική κυκλοφορία των προϊόντων της Nestlé και των δημητριακών Kellog’s, την ανάδυση των περιπετειών του Τεντέν και του Ταρζάν, τα παζλ και τις εργοστασιακές κούκλες. Τα παιδιά έρχονται στο προσκήνιο σαν δύναμη ανανέωσης και κατά κάποιον τρόπο επιβάλλονται στην κοινωνία, τόσο μέσα από τον αριθμό τους, όσο και μέσα από την υπόσχεση που κομίζουν.

Αυτή η επιβολή γίνεται ακόμα πιο εμφανής όταν τα εν λόγω παιδιά γίνονται οι εικοσάρηδες των μέσων και του τέλους της δεκαετίας του ’60. Πρόκειται για την εποχή του ροκ και των μεγάλων νεανικών και φοιτητικών  εξεγέρσεων, από τις ταραχές στο Μπέρκλεϊ μέχρι τον γαλλικό Μάη. Εδώ είναι που θα γίνει πλέον εμφανές σε τι συνίσταται ο ιδιότυπος λυρισμός της υπό εξέταση γενιάς, ο οποίος θα εκφραστεί με «τη μορφή μιας απέραντης αθωότητας που χαρακτηρίζεται από ξέφρενη αγάπη για τον εαυτό της, από μια κατηγορική εμπιστοσύνη στις επιθυμίες της και στις πράξεις της, και από το συναίσθημα μιας απεριόριστης εξουσίας πάνω στον κόσμο και στις συνθήκες ύπαρξης». Οι εξεγερμένοι νέοι δεν ζητούν την τάδε ή τη δείνα θεσμική αλλαγή, αλλά μια συνολική επανεκκίνηση του κόσμου συμφωνα με τις επιθυμίες τους.

Παρόλο όμως το εξεγερσιακό δυναμικό της νεότητάς της, η ενηλικίωση της λυρικής γενιάς και η εγκαθίδρυση των μελών της στις θέσεις-κλειδιά του κοινωνικού σύμπαντος συμπίπτει κατά τον συγγραφέα με την ενίσχυση και την εμβάθυνση των κυρίαρχων τάσεων της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Θυμίζοντας λιγότερο ή περισσότερο τις ασύγκριτες λογοτεχνικές περιγραφές του Μισέλ Ουελμπέκ, αλλά και τις αναλύσεις του Φιλίπ Μυρέ (που επίσης έχει εκδοθεί από το Μάγμα), του Λάκη Προγκίδη (που υπογράφει το επίμετρο του βιβλίου) ή ακόμη του Νίκου Μάλλιαρη (του επιμελητή της έκδοσης, που έχει γράψει εξαιρετικά κείμενα για θέματα όπως ο χιπστερισμός ή ο καπιταλισμός της Σίλικον Βάλεϊ), ο Ρικάρ αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους διάφορα κομβικά χαρακτηριστικά της λυρικής γενιάς, όπως η λατρεία της για τη διαρκή αλλαγή, η ρήξη με κάθε παράδοση ή η αποθέωση της επιθυμίας και της καινοτομίας τελούν σε εκλεκτική συγγένεια με βασικά μεγέθη του ύστερου καπιταλισμού.

Κλείνοντας, σκέφτομαι πως η ερμηνεία του Φρανσουά Ρικάρ για την πορεία της λυρικής γενιάς –της γενιάς που διαμόρφωσε τον κόσμο μας–, παρότι είναι εξαιρετικά γραμμένη, ευφυής και καλά θεμελιωμένη, μπορεί σε σημεία να φαίνεται κάπως μονόπλευρη, ειδικά στη σύντομη εκδοχή της που παρουσιάστηκε εδώ. Γι’ αυτό, νομίζω πως κερδίζει σε σημασία και πειστικότητα αν διαβαστεί παραπληρωματικά με άλλα έργα για την ίδια περίοδο, που αναδεικνύουν διαφορετικές πτυχές των αντίστοιχων φαινομένων· παραδείγματος χάρη, το βιβλίο των Κορνήλιου Καστοριάδη, Κλωντ Λεφόρ και Εντγκάρ Μορέν Η ρωγμή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ύψιλον, κατά σύμπτωση σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, ο οποίος έχει μεταφράσει και τη Λυρική γενιά και του οποίου η σπάνια μεταφραστική ικανότητα γίνεται φανερή και στις δύο περιπτώσεις.

Λάκης Προγκίδης – Ο Φιλίπ Μυρέ στη χώρα του καλού

(Επίμετρο του βιβλίου “Αγαπητοί τζιχαντιστές…“)*

Αγαπητοί τζιχαντιστές… Δεν πρόκειται ούτε για λιβελογράφημα, ούτε για φάρσα, ούτε όμως και για κάποια από τις συχνές προκλήσεις με τις οποίες διασκεδάζουν τα τελευταία χρόνια οι μηντιακοί διανοούμενοι και το κοινό. Ούτε βέβαια για κάποιον από τους επιθετικούς λιβέλους που τόσο χαροποιούν τους μπλόγκερ και πυκνώνουν τις γραμμές των αιωνίως αισιόδοξων. Πρόκειται, αντίθετα, για ένα βιβλίο που κάνει έκκληση στην κοινή λογική. Αποτελεί έναν στοχασμό πάνω στον θάνατο του δυτικού μας πολιτισμού, τον οποίο προετοίμασε, προγραμμάτισε κι εκτέλεσε με πάσα λεπτομέρεια ένας άλλος πολιτισμός που όμως αποκαλείται κι αυτός «δυτικός». Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κάποιο λογοπαίγνιο. Ο Μυρέ μιλά για μια βρυκολακιασμένη Δύση. Μιλά για τον πολιτισμό που κατάφερε μέσα σε πενήντα χρόνια να αυτοκαταστραφεί, για έναν πολιτισμό που μπόρεσε να εξαντλήσει ολόκληρη τη ζωτική του δύναμη, που πέτυχε να αποξηράνει μέχρι και την τελευταία ικμάδα του στοιχείου που συγκροτούσε την ιδιοσυγκρασία του και στάθηκε έτσι ικανός να παρεκκλίνει απόλυτα από τις αξίες του, τουτέστιν από την «κριτική σκέψη, το πνεύμα της σύγκρουσης και την ικανότητα ν’ αφομοιώνουμε το Κακό και το δαιμονικό προκειμένου να τα κατανοούμε και να τα πολεμούμε».

Το γεγονός πως ένα δοκίμιο τόσο «καυτά» επίκαιρο -όπως συνήθως λέγεται- χρειάστηκε να περιμένει τόσα χρόνια πριν αρχίσει να μεταφράζεται σε γλώσσες πέραν των γαλλικών καταδεικνύει την ουσιώδη ανεπάρκεια των υπερπληροφορημένων, κατά τα άλλα, κοινωνιών μας. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης που πηγαινοέρχονται φρενιτιωδώς στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη με σκοπό την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την προώθηση της υπεράφθονης, πια, φιλολογίας που τα συνοδεύει, δείχνουν ελάχιστη ευαισθησία απέναντι στην πιο στοιχειώδη ανθρώπινη ικανότητα: τον στοχασμό. Κι εντούτοις, ο τελευταίος επιβιώνει ακόμη, όπως αποδεικνύει τούτο το βιβλίο. Αν θέλει, όμως, κανείς να επωφεληθεί από την ανάγνωσή του, θα πρέπει, την ώρα που το διαβάζει, να κλείσει τα αυτιά του στον μηντιακό θόρυβο και να προσηλωθεί στον τρόπο με τον οποίο βλέπει ο Μυρέ την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο πολιτισμός μας.

Το μόνο που μπορέσαμε -ή, πιο σωστά, το μόνο που θελήσαμε- να κρατήσουμε από αυτή την τρισχιλιετή ιστορία είναι η ταμπέλα της: «Δύση». Στην ανά χείρας ανοικτή επιστολή του ο Μυρέ εξηγεί τούτη τη διαβολική μεταμόρφωση, τούτη την άρνηση του ίδιου μας του εαυτού που δε μας επιβλήθηκε από κανέναν εξωτερικό εχθρό και καμία εχθρική δύναμη. Είναι αυτή η, κατά κάποιον τρόπο, μετα-δυτική Δύση που επεκτείνεται ανά τον πλανήτη και οδηγεί -διά πυρός και σιδήρου, αν χρειαστεί- ολόκληρη την ανθρωπότητα προς την παγκοσμιοποίηση. Όμως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, και πολύ σωστά, ότι, χωρίς τα πάλαι ποτέ εγγενή της γνωρίσματα και χωρίς τα πνευματικά της όπλα, η Δύση θα έπρεπε να βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου Καιρός ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, καιρός να δείτε κι εσείς την πραγματικότητα κατάματα, «αγαπητοί μας τζιχαντιστές»: αυτός που κατάφερε να πιει το ίδιο του το αίμα είναι ακατανίκητος. Τάδε έφη Φιλίπ Μυρέ.

Φυσικά το Αγαπητοί τζιχαντιστές… δεν είναι το μόνο βιβλίο του Μυρέ που παρέμενε μέχρι σήμερα αμετάφραστο. Το σύνολο του έργου του -μυθιστορηματικό, δοκιμιακό, ποιητικό και κριτικό- παραμένει ακόμη έγκλειστο εντός των γαλλικών συνόρων, περιμένοντας υπομονετικά πότε οι εκδότες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών (με τη γεωγραφική έννοια του όρου) χωρών θα θυμηθούν πως το επάγγελμά τους συνίσταται πρώτα και κύρια στο να εντοπίζουν και να διαδίδουν το έργο συγγραφέων αληθινά κι όχι μόνο κατ’ όνομα ανατρεπτικών, οι οποίοι αμφισβητούν την κυρίαρχη συναίνεση. Ο Φιλίπ Μυρέ αποτελεί μια ιδιάζουσα φωνή. Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που δε συμμετείχε συνειδητά στη μεγάλη -και δήθεν αναπόφευκτη- μασκαράτα της εμπορευματοποίησης της τέχνης και του πνεύματος που έλαβε χώρα στη Γαλλία, μετά το πέρας της λεγόμενης Χρυσής Τριακονταετίας (1945-1975). Αντιστάθηκε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 2006, στα θέλγητρα της μηντιακής ζωής -τηλεοπτικές εκπομπές, υπογραφή αυτογράφων, διοργάνωση εσπερίδων για την παρουσίαση των εκάστοτε καινούργιων βιβλίων ενός συγγραφέα και όλα τα καθέκαστα- και μόχθησε για να μη γράψει ποτέ έστω και την παραμικρή λέξη για την οποία να μην ήταν πεπεισμένος ότι θα συνέβαλλε κι αυτή στο γενικότερο συγγραφικό του εγχείρημα με στόχο την απομυθοποίηση του κόσμου μας, σε τούτη τη συνολική προσπάθεια του συγγραφέα να δει τις κοινωνίες μας με καθαρή ματιά.

Από το 1973, οπότε και εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα (με τίτλο Πολλαπλό άσμα [Chant pluriel]), μέχρι και το 2006, χρονιά κατά την οποία κυκλοφορεί το «λεξικό» του υπό τον τίτλο Το λεξικό τσέπης (Le Portatif), ο Μυρέ εξέδωσε δεκατέσσερα έργα -τα οποία καλύπτουν όλα τα συγγραφικά ήδη: πρόζα, ποίηση, δοκίμιο, κριτική- και δημοσίευσε πάνω από τριακόσια άρθρα, σε πλήθος περιοδικών κι εφημερίδων. Τα τελευταία τα συγκέντρωσε σε έξι τόμους: τέσσερις εξ αυτών υπό τον τίτλο Πνευματικοί εξορκισμοί (Exorcismes spirituels) και δύο υπό τον τίτλο Μετά την Ιστορία (Après lHistoire). Αυτό το εντυπωσιακό έργο, μια συνεχιζόμενη δημιουργία τριάντα τριών χρόνων που δεν ακολούθησε ποτέ την πεπατημένη, δεν πέρασε διόλου απαρατήρητο. Το πρώτο του μεγάλο δοκίμιο, Ο 19ος αιώνας στο πέρασμα του χρόνου  (Le XIXe siècle à travers les âges)  -μια θαυμάσια και ριζοσπαστική επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο ο επιστημονισμός κι ο άνωθεν επιβεβλημένος εξορθολογισμός της ανθρώπινης ζωής οδηγούν στον σκοταδισμό-, έκανε αίσθηση κι έλαβε θετικά σχόλια, όταν κυκλοφόρησε το 1984. Κατά τα άλλα, όμως, ο Μυρέ παρέμεινε κατά κύριο λόγο άσημος ως συγγραφέας, σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της απροθυμίας του να ακολουθήσει τους κυρίαρχους κανόνες του παιχνιδιού. Οι μόνοι του θαυμαστές κι υποστηρικτές προέρχονταν από τον κύκλο ορισμένων συγγραφέων που ήταν κι αυτοί πνεύματα γνήσια κριτικά όπως κι ο ίδιος. Η πραγματική, όμως, ρήξη του συγγραφέα μας με τους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Γαλλίας έλαβε χώρα το 1991, με την έκδοση του δοκιμίου του Η αυτοκρατορία του Καλού (LEmpire du Bien). Πρόκειται για το βιβλίο που αποτέλεσε τη μήτρα ολόκληρης της μετέπειτα δημιουργίας του, άρα και του Αγαπητοί τζιχαντιστές…, που κυκλοφορεί λίγους μήνες μονάχα μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Το 1991 δεν είναι μια τυχαία χρονιά. Πρόκειται για τη στιγμή που ανοίγει τις πύλες της η Γιουροντίσνεϋ, 80 χιλιόμετρα δυτικά του Παρισιού. Είναι τότε που οι μεγάλοι τουριστικοί οδηγοί, οι οποίοι πωλούνταν στους επισκέπτες τούτου του πάρκου, άρχισαν να αναφέρουν το Παρίσι απλώς και μόνον ως ένα παρακείμενο αξιοθέατο που θα άξιζε μια μικρή παράκαμψη. Είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε εδώ με ορισμένες συμπτώσεις, τις οποίες αν δούμε από κάποια απόσταση παύουν να είναι τέτοιες. Κατά την ιστορική στιγμή που (υπό τη μεσολάβηση της Γαλλίας του Μιτεράν) η γεωγραφική και συμβολική καρδιά της Ευρώπης καλωσόριζε με τυμπανοκρουσίες την αμερικανική βιομηχανία νηπιοποίησης του ανθρώπινου όντος, ο Μυρέ εξέδιδε την Αυτοκρατορία του Καλού και μέσα από τις σελίδες της ανέλυε τη θεαματική επικράτηση της παιδοκρατίας στο σύνολο των πτυχών της ζωής μας, τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής. Πρόκειται για μια εξέλιξη που πάει αρκετά πίσω. Διότι αυτή η λατρεία του παιδιού, της οποίας η Γιουροντίσνεϋ συνιστά το πιο ρητό σύμβολο, σηματοδοτεί μάλλον τη θριαμβευτική κατάληξη μιας μακράς σειράς προσπαθειών που καταβάλλει η Δύση εδώ κι έναν αιώνα προκειμένου να ξεφορτωθεί το πολιτισμικό της θεμέλιο: το ελεύθερο, αυτόνομο και δημιουργικό άτομο, τουτέστιν τον άνθρωπο που μοχθεί για την αυτο-υπέρβασή του. Ιδού ένα απόσπασμα του βιβλίου στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει, μεταξύ άλλων, την προέλευση του Αγαπητοί τζιχαντιστές… :

Ο φιλανθρωπικός τηλε-κολεκτιβισμός συνιστά ιδανικό κληρονόμο -αλλά και μια πιο ήπια εκδοχή- όχι απλώς του κομμουνιστικού δεσποτισμού γενικώς, μα και των ενάρετων κομπασμών του λογοτεχνικού του διδακτισμού ειδικότερα -είτε πρόκειται για τα βουκολικά ειδύλλια του Αραγκόν είτε για τα ρομάντζα του Ελυάρ.

Όλα τα μυαλά έχουν μετατραπεί σε κολχόζ. Γραφειοκρατία, δημόσιες καταγγελίες, τρεμάμενη λατρεία της νεότητας, εξάτμιση της σκέψης, σβήσιμο του κριτικού πνεύματος, μάζες υπό χυδαία χειραγώγηση, καταναγκαστικές αναβιώσεις της Ιστορίας που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να την εκμηδενίζουν, κιτς αισθητικής επικλήσεις του συναισθήματος ενάντια στον Λόγο, μίσος ενάντια στο παρελθόν, ομογενοποίηση του τρόπου ζωής: Η Αυτοκρατορία του Καλού οικειοποιείται πλείστα γνωρίσματα της παρελθούσας ουτοπίας, δίχως όμως να τ’ αλλάζει ιδιαίτερα. Όλα συνέβησαν γρήγορα, ταχύτατα. Οι τελευταίοι πυρήνες αντίστασης σκορπίζουν, οι Κομάντος της Εικόνας καταλαμβάνουν χαμογελαστοί την επικράτεια. Το μόνο που πετάμε από τις χονδροειδείς κολεκτιβιστικές ιδεολογίες του παρελθόντος είναι τα πιο γελοία τους κεφάλαια (με πρώτη πρώτη τη δικτατορία του προλεταριάτου). Κατά τ’ άλλα όμως η αγελαία τους ουσία παραμένει αμετάβλητη και δε χρειάζεται ν’ ανησυχούμε μήπως τάχα και μας λείψει. Εξ ου και όλη αυτή η σπέκουλα περί της υποτιθέμενης μεγάλης επιστροφής του ατομικισμού -εντός ενός κόσμου όπου κάθε μοναδικότητα έχει εξαλειφθεί!- αποδεικνύεται ως ένα ακόμα από αυτά τα παραμυθητικά θέματα-φετίχ δημοσιογράφων και κοινωνιολόγων τα οποία με διασκεδάζουν ιδιαίτερα. Πού και πότε το εντόπισαν οι εν λόγω τούτο το άτομο; Σε ποια ξεχασμένη γωνιά του γελοίου μας πλανήτη;

Η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται το μυθιστορηματικό και δοκιμιακό έργο του Μυρέ είναι η εξής: ζούμε πλέον σ’ έναν μετα-ιστορικό κόσμο. Ο κόσμος μας μοιάζει τόσο πολύ στον πραγματικό ιστορικό κόσμο τον οποίο διαδέχθηκε, ώστε κινδυνεύει κανείς να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του εντός του δίχως, όμως, να αντιληφθεί τις μεταξύ τους διαφορές. Εντούτοις, τους δύο αυτούς κόσμους τους χωρίζει μια ανυπέρβλητη άβυσσος. Διότι, ενώ ο ιστορικός κόσμος περιλαμβάνει στις τάξεις του το Κακό (δηλαδή το αρνητικό ή, με άλλα λόγια, το χαλίκι που βραχυκυκλώνει τα γρανάζια της μηχανής, την άρνηση της επανάληψης, το κριτικό πνεύμα, τα τεκταινόμενα πίσω από την επίσημη πρόσοψη), ο μετα-ιστορικός του διάδοχος αρνείται επίμονα την ύπαρξή του. Ενώ ο πρώτος συνίσταται στις διαδοχικές ενσαρκώσεις της ατέρμονης πάλης ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, ο δεύτερος αναγνωρίζει μόνο τη μάχη του Καλού με το Καλό. Είναι όμως κάτι τέτοιο δυνατό; Ο Μυρέ απαντά καταφατικά. Διότι μέσω της διαρκούς γιορτής, της μηντιακής αποχαύνωσης, της αποερωτικοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων, του ανηλεούς διωγμού των ατομικών απολαύσεων (που θεωρούνται επιβλαβείς για την υγεία μας), της συνολικής απαξίωσης του παρελθόντος και πλήθος άλλων τεχνασμάτων αυτού του είδους, ο μετα-ιστορικός κόσμος έχει καταφέρει να πνίξει εν τη γενέσει της την ιδέα πως θα μπορούσε κανείς να του ασκήσει κριτική ή ακόμη και να τον απορρίψει.

Ορισμένοι κακεντρεχείς θέλουν να συγχέουν τον Φιλίπ Μυρέ με τον Φράνσις Φουκουγιάμα, επειδή έκανε κι αυτός λόγο, κατά την ίδια περίοδο, για το «Τέλος της Ιστορίας». Προφανώς και σε ένα πρώτο επίπεδο οι δύο συγγραφείς συμπίπτουν, εφόσον ισχυρίζονται αμφότεροι πως η Ιστορία έχει τελειώσει. Το να τους μπερδέψουμε, ωστόσο, θα συνιστούσε κραυγαλέα παρανόηση. Ο Φουκουγιάμα χορεύει περιχαρής γύρω από το πτώμα της Ιστορίας, έμπλεος ικανοποίησης που μπορούμε πλέον να την ξεφορτωθούμε. Ατενίζει με ενθουσιασμό την έλευση της τελικής περιόδου της ενοποιημένης (δηλαδή παγκοσμιοποιημένης) ανθρωπότητας που δε θα ταλανίζεται πλέον ούτε από πολέμους ανάμεσα στα έθνη (καθώς θα μας αρκεί πλέον μόνο το αμερικάνικο έθνος), ούτε από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις (καθώς θα αρκεί πια ο αμερικανικός πραγματισμός), ούτε όμως και από διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους πολιτισμούς (μιας και θα μας καλύπτει πλέον πλήρως το αμερικανικό meltingpot). Αντίθετα ο Μυρέ βρίσκεται από τη μεριά των ηττημένων, μαζί με το θύμα. Ασφυκτιά και μάχεται με όλες του τις δυνάμεις ενάντια σε αυτή την καινούργια εποχή της ανθρωπότητας που επιβιώνει με διαρκείς ενέσεις «υπερεορταστικότητας» και «διαρκούς ασφάλειας».

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων υπερεορταστικής ευφορίας, η Δύση (δηλαδή η Αυτοκρατορία του Καλού) ξυπνούσε έντρομη από τον λήθαργό της. Διαπίστωνε τότε πως το μόνο πράγμα που προέκυψε από το μεγαλεπήβολο σχέδιο εγκαθίδρυσης ενός κόσμου δίχως σύνορα, στην εφαρμογή του οποίου είχε ριχτεί από την επομένη κιόλας της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ, ήταν μια τρομοκρατία δίχως σύνορα. Διόλου όμως αυτή η διαπίστωση δεν οδήγησε την Αυτοκρατορία σε κάποια αναθεώρηση των γεωστρατηγικών και πολιτιστικών της βλέψεων. Κι ούτε, προφανώς, τέθηκε ποτέ, έστω και για μια στιγμή,  ζήτημα στοχασμού πάνω στον βαθύ δεσμό που υφίσταται ανάμεσα, από τη μια μεριά στη μετατροπή ολόκληρης της γης σε σουπερμάρκετ, και από την άλλη στη δολοφονική τρέλα των τρομοκρατικών ομάδων που επικαλούνται το Ισλάμ. Για του λόγου το αληθές, ο γάλλος Πρωθυπουργός έσπευσε να κόψει τον βήχα σε όποιον πρότεινε κάποια πιο συγκεκριμένη εξέταση τούτης της τρομοκρατίας που μαστίζει τον πλανήτη μας εδώ και τριάντα χρόνια, όταν δήλωνε, αμέσως μετά τη σφαγή στο Μπατακλάν στις 13 Νοεμβρίου του 2015, ότι «οι προσπάθειες εξήγησης της τρομοκρατίας ισοδυναμούν με δικαιολόγησή της». Θα ήταν, δε, υπερβολή να περίμενε κανείς πως θα μπορούσαμε, δεδομένων των συνθηκών, να αντιληφθούμε το Κακό ως μια εγγενή διάσταση των ιδεωδών μας και των έργων μας. Τουναντίον, το μόνο που κάναμε ήταν να κηρύξουμε τον πόλεμο. Θα πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι, δίχως έναν στοχασμό επί των βασικών αιτίων αυτής της σύγκρουσης, διατρέχουμε τον κίνδυνο να τη δούμε να μετατρέπεται σε αυτό που ο Ρενέ Ζιράρ (René Girard) -ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του Μυρέ- αποκαλούσε μιμητικό ανταγωνισμό.

Θα νικήσει ο πιο πεθαμένος από τους δύο, δηλαδή εμείς, έλεγε ο Μυρέ. Επιμένω πως δεν πρόκειται εδώ για κάποια προσπάθεια πρόκλησης ή για ένα από τα ευφυολογήματα για τα οποία φημίζονται οι γάλλοι συγγραφείς. Πρόκειται, αντίθετα, για έναν αφορισμό που συμπυκνώνει μια ώριμη ηθική κρίση σχετικά με τον πολιτισμό μας, ζυγισμένη από κάθε άποψη και προϊόν λεπτομερούς ανάλυσης, ως κατάληξη μιας πνευματικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης τριάντα χρόνων. Θα μπορούσαμε, άραγε, υπό αυτήν την έννοια να ισχυριστούμε ότι ο Μυρέ ακολουθεί τα ερωτήματα που έθεσαν κατά τον Μεσοπόλεμο ο Πωλ Βαλερύ και ο Έντμουντ Χούσερλ σχετικά με την κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού[1]; Σίγουρα. Αρκεί να μη λησμονούμε ότι, ενώ στην περίπτωση των Βαλερύ και Χούσερλ επρόκειτο ακόμη για προαισθήματα, προειδοποιήσεις και προμηνύματα, στον Μυρέ ο θάνατος του πολιτισμού μας έχει ήδη συντελεστεί. Με τη μόνη, βέβαια, διαφορά πως το πτώμα πιστεύει πως είναι πιο ζωντανό από ποτέ. Πρόκειται μήπως για κάποιο θαύμα; Όχι δα -απλώς μας έκαναν να καταπιούμε τεράστιες δόσεις από το ελιξίριο του Καλού.

Διότι, φυσικά, ο Μυρέ δε μας ήρθε ουρανοκατέβατος. Έχει κι αυτός τους πνευματικούς του προγόνους. Λόγου χάριν, έναν χρόνο πριν πεθάνει, το 1947, ο Ζωρζ Μπερνανός (Georges Bernanos) έδωσε μια σειρά διαλέξεων που εκδόθηκαν μεταθανάτια υπό τον τίτλο Τι να την κάνουμε την ελευθερία; (La liberté, pour quoi faire?). Επρόκειτο για μια αυστηρή κριτική ενός πολιτισμού ο οποίος, έχοντας μόλις βγει από τον πλανητικών διαστάσεων εφιάλτη που ο ίδιος προκάλεσε, αρνούνταν επίμονα να αντλήσει το παραμικρό μάθημα προς την κατεύθυνση του περιορισμού των αχαλίνωτων επιθυμιών του για υλικές ανέσεις και αγαθά. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ο Μπερνανός ήταν το εξής: ενώ για τους βιολογικούς οργανισμούς η αποσύνθεση ξεκινά μετά τον θάνατο, στην περίπτωση των ανθρώπινων πολιτισμών προηγείται του θανάτου.

Ο Μυρέ πλέκει επανειλημμένως το εγκώμιο του Μπερνανός στα δοκίμια και τα άρθρα του. Όπως επίσης κι αυτό των Φλάννερυ Ο’Κόννορ, Φίλιπ Ροθ, Μίλαν Κούντερα αλλά και τόσων άλλων συγγραφέων, πρωτίστως μυθιστοριογράφων, καθώς το λοξό βλέμμα υπό το οποίο αυτοί εξετάζουν τον κόσμο εξήπτε και τη δικιά του ματιά. Εντούτοις, δύο είναι οι αληθινοί και δεδηλωμένοι πνευματικοί του πατέρες, τους οποίους αναφέρει και σχολιάζει διαρκώς υπό το φως των σημερινών εξελίξεων: ο Μπαλζάκ κι ο Σελίν. Ο Μυρέ επικαλείται με κάθε ευκαιρία την κληρονομιά τους: την ικανότητά τους να αγκαλιάζουν τον κόσμο στην ολότητά του. Θα ήθελα, ωστόσο, να σταθώ στο γεγονός πως, από αισθητικής απόψεως, τους ξεπερνά σε ό,τι αφορά ένα θεμελιώδες σημείο: το γέλιο. Διότι το χιούμορ του Μυρέ αγγίζει ύψη που μόνο στα όνειρά τους θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τα δυο μεγάλα του πρότυπα. Προφανώς και δεν υπονοώ εδώ ότι ο συγγραφέας μας τράβηξε μόνος του αυτόν τον δρόμο και ότι το χιούμορ του συνιστά προϊόν παρθενογένεσης. Τουναντίον μάλιστα: μέσα απ’ το χιούμορ του ακούμε ν’ αντηχεί το γέλιο που συνόδευσε την έναρξη των Νέων Χρόνων -το γέλιο του Ραμπελαί! Υπό τη μόνη διαφορά, όμως, πως στην περίπτωση του Μυρέ οι σημερινοί σκοτεινοί καιροί αναγκάζουν το χιούμορ, που για τον γενναίο του πρόγονο συνιστούσε απλώς το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, να μετατραπεί περαιτέρω σ’ ένα εξαιρετικά λεπτό εργαλείο το οποίο βοηθά τον στοχασμό να προσανατολιστεί μέσα στην ομίχλη που καλλιεργούν οι κοινοτοπίες που μας ζώνουν πανταχόθεν.

* Lakis Proguidis, «Muray existe!». Πρόκειται για το γαλλικό πρωτότυπο του προλόγου της ιταλικής μετάφρασης του Αγαπητοί τζιχαντιστές… (P. Muray, Cari jihadisti, μετάφραση F. Lorandini και O. Maillart, Τορίνο, Miraggi edizioni, 2016).

[1] Σ.τ.μ.: βλ. σχετικά Πωλ Βαλερύ, Η κρίση του πνεύματος (1919), μτφρ. Θ. Χατζόπουλος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996· Edmund Husserl, Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία (1934-1937), εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Π. Κόντος, Αθήνα, Εκκρεμές, 2011.

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος – Τα δύο πρόσωπα του ποδοσφαίρου

(Πρόλογος του βιβλίου “Το ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα“)

«Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που δεν έχει κανένα νόμο, καμία αλήθεια. Στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει πάντα ο δυνατότερος. Γι’ αυτό είναι τόσο αγαπητό. Και αυτή την απουσία της αλήθειας, την απουσία του νόμου, κανείς μας δεν την καταλαβαίνει. Προσπαθούμε να την εξηγήσουμε μιλώντας για το ποδόσφαιρο, αρθρογραφώντας γι’ αυτό… και κανείς δεν καταφέρνει να το εξηγήσει…».

Αυτά είχε ισχυριστεί ο Μισέλ Πλατινί σε μια εξαιρετική συνέντευξη με τη Γαλλίδα συγγραφέα Μαργκερίτ Ντυράς που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Libération στις 13 και 14 Δεκεμβρίου του 1987. Στην Ντυράς δεν άρεσε η χρήση της λέξης «αλήθεια» από τον Πλατινί και σε κάποιο σημείο της συνέντευξης τού ζητά να την αντικαταστήσει με κάποια άλλη. Ο Πλατινί, επιλέγει τη λέξη «νόμο», αλλά συχνά στην διάρκεια της συνέντευξης επαναλαμβάνει τη λέξη «αλήθεια» γιατί, προφανώς, αυτό έχει βιώσει ως ποδοσφαιριστής. Η Ντυράς, που σημειωτέον δεν παρακολουθούσε ποδόσφαιρο αλλά είχε εντυπωσιαστεί από τη μεγάλη δημοφιλία του, δεν επιμένει στις ενστάσεις για τη χρήση της λέξης «αλήθεια» και στο τέλος φτάνει να χαρακτηρίσει το παιχνίδι «τόσο δαιμονικό, όσο και Θεϊκό». Αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί της Ντυράς, που αποδέχθηκε και ο Πλατινί, δείχνουν την κλίμακα μέσα στην οποία κινείται το ποδόσφαιρο. Αν ο Θεός είναι το ένα άκρο, ο δαίμονας είναι το άλλο. Η χαρά στη νίκη, η βραχυπρόθεσμη λύπη στην ήττα και η ελπίδα ότι στο επόμενο παιχνίδι η λύπη θα γίνει χαρά, ίσως να είναι ο «νόμος» ή η «αλήθεια» του Πλατινί.

Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά απέναντι στην αοριστολογία του «νόμου» και της «αλήθειας» της συνέντευξης Πλατινί-Ντυράς, αναζητά τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου. Ο Μισεά δεν είναι ο διανοούμενος που ζυμώνεται μέσω του πάθους της κερκίδας. Μάλλον, δεν πηγαίνει συχνά στο γήπεδο, αν και παρακολουθεί ποδόσφαιρο από την τηλεόραση· μάλιστα, από ό,τι δείχνει, το κάνει με ευχαρίστηση, κυρίως γιατί ανιχνεύει τα άκρα μέσα στα οποία εγγράφεται η φιλοσοφία του ποδοσφαίρου. Οι χαρακτηρισμοί της Ντυράς («τόσο δαιμονικό, όσο και Θεϊκό») για το παιχνίδι που δηλώνουν τα όριά του, στον Μισεά αλλάζουν. Ο Γάλλος φιλόσοφος έχει μελετήσει σε βάθος και ενδελεχώς την ιστορία και την εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Αυτή η μελέτη είναι που τον έχει βοηθήσει να εκφράσει τα όρια του παιχνιδιού με φιλοσοφικό τρόπο. Υποστηρίζει λοιπόν ότι από τη μια μεριά έχουμε το νεοφιλελεύθερο ποδόσφαιρο και από την άλλη το παιχνίδι της συλλογικότητας. Και το τεκμηριώνει. Υπενθυμίζει πως τα σπορ είναι γέννημα της νεωτερικότητας, όπου η σταδιακή διαμόρφωση του σύγχρονου αθλητισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια παράλληλη διαδικασία «ειρήνευσης των ηθών» και περιορισμού της καθημερινής βίας, μέσω της αυτοπειθαρχίας και του ελέγχου των ενορμήσεων. Σημειώνει πως η διαδικασία αυτή συνιστά έκφραση της διπλής αναγκαιότητας που βρίσκεται στον πυρήνα της νεωτερικής πολιτικής φιλοσοφίας: της ανάγκης, αφενός, να τερματιστούν οι κοινωνικά διαλυτικοί εμφύλιοι, θρησκευτικοί πόλεμοι και, αφετέρου, να ενθαρρυνθεί το «ήπιο εμπόριο», που υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε μια για πάντα την κοινωνική ειρήνη και την ευημερία των εθνών.

Ο Μισεά ιχνηλατεί με ενάργεια τις κολοσσιαίες μεταβολές στην εξέλιξη του αθλήματος. Το πέρασμά του από την μεγαλοαστική στην εργατική τάξη, όταν έγινε η μετάβαση από το dribbling στο passing game, αποκαλύπτει πώς το παιχνίδι από εκδήλωση της ατομικότητας κατέστη ενσάρκωση της συλλογικότητας που αντιπροσωπεύει η εργατική τάξη. Η τελευταία, ιδιαίτερα στην Αγγλία, εκμεταλλεύθηκε κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες (π.χ την αργία του σαββατιάτικου απογεύματος που κέρδισαν τα βρετανικά συνδικάτα, η αναγνώριση της ιδιότητας του επαγγελματία ποδοσφαιριστή) για να το ιδιοποιηθεί. Τούτο όμως δεν απέτρεψε τη σταδιακή κυριαρχία της καπιταλιστικής λογικής στο παιχνίδι που μπορεί να διαφοροποιήσει τα χαρακτηριστικά του: από «λαϊκό» παιχνίδι με επαγγελματίες-εργάτες, σε ένα προϊόν με λίγους προνομιούχους μισθοφόρους που εντάσσονται σε ένα star system για ευρεία κατανάλωση, με τιμή που θα ορίζει, κάθε φορά, η αγορά.

Ο Μισεά ανατέμνει με θαυμαστή ακρίβεια, κατά την γνώμη μου, τον χαρακτήρα του παιχνιδιού καθώς εξετάζει και συγκρίνει τα δύο του πρόσωπα: από τη μια ένα παιχνίδι που προσηλώνεται στο passing game και τον στόχο του, κι από την άλλη ένα παιχνίδι συλλογικότητας, που επιδιώκει την νίκη πάση θυσία, «έστω και με μισό μηδέν», ένα παιχνίδι ανταγωνιστικό, υπαγόμενο στην καπιταλιστική λογική. Μάλιστα, όπως ο ίδιος παρατηρεί, η κυριαρχία του συμφέροντος και του κέρδους πάνω στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο εξόρισε την ιδέα ότι το παιχνίδι αποτελεί πηγή ευχαρίστησης. Το γεγονός αυτό μας ανάγκασε να θεωρούμε την νίκη ως το απόλυτο κακό εξαιτίας των αρνητικών της συνεπειών σε οικονομικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Τα ΜΜΕ και ο στοιχηματισμός εκπαιδεύουν το κοινό προς αυτή την κατεύθυνση. Αποφεύγοντας το ύφος του δασκάλου που κάνει υποδείξεις, ο Μισεά εκτιμά πως η σωτηρία του παιχνιδιού μπορεί να επιτευχθεί, αρκεί οι συμμετέχοντες να έχουν διαρκώς κατά νου ότι πρόκειται απλώς για ένα ευχάριστο παιχνίδι –κατά τη διάρκεια του οποίου ξεχνάμε προσωρινά τις έγνοιες της καθημερινότητας– και ότι η «νίκη» της μιας ομάδας δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί τον εξευτελισμό και την κυριάρχηση επί του αντιπάλου. Διόλου τυχαία οι πρώτοι θεωρητικοί του σύγχρονου αθλητισμού τόνιζαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι το «να ξέρει κανείς να χάνει» και να «παίζει σωστά» συνιστά μια από τις πιο θεμελιώδεις αρετές.

Με άλλα λόγια, το παιχνίδι μπορεί να διασώζει την ψυχή του, όσο σύμφωνα με τον Γκαλεάνο, ξεκουράζεται μέσα στο σύνθημα των παιδιών στην Λατινική Αμερική όταν βγαίνουν στον δρόμο για να παίξουν ποδόσφαιρο: «Χάσουμε – κερδίσουμε, εμείς θα το γλεντήσουμε».

Φρανσουά Ρικάρ – “Η λυρική γενιά”

Φρανσουά Ρικάρ

Η λυρική γενιά. Δοκίμιο για τη ζωή και το έργο των πρώτων baby boomers

Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας

Επίμετρο: Λάκης Προγκίδης

Δεκέμβριος 2020

σελ. 360

τιμή: 19 ευρώ

ISBN: 978-618-85120-0-9

 

«Λυρικό πνεύμα», «αίσθημα της ελαφρότητας του κόσμου», «ελάφρυνση» της ύπαρξης: αυτές είναι οι βασικές πτυχές της κοσμοθεώρησης της λυρικής γενιάς, από την πρώτη στιγμή της εισόδου της στο ιστορικό προσκήνιο. Πρόκειται για τη γενιά που κυριάρχησε μετά τη δεκαετία του 1960 μέσα στον δυτικό κόσμο και διαμόρφωσε τις κοινωνίες στις οποίες συνεχίζουμε να ζούμε. Αναλύοντας το λυρικό πνεύμα –και αντλώντας από την ιδιαίτερη περίπτωση της πατρίδας του, του Κεμπέκ–, ο Φρανσουά Ρικάρ προτείνει μια πρωτότυπη ανάγνωση των κινημάτων του ’60. Απώτερος στόχος του είναι να στοχαστεί τις σημερινές κοινωνίες, οι οποίες προέκυψαν από τους μετασχηματισμούς και τις ρήξεις που τα κινήματα αυτά προκάλεσαν: τις μεταμοντέρνες κοινωνίες του ατομικισμού, της ιδιώτευσης, της κυνικής απομυθοποίησης των πάντων και της ξέφρενης κατανάλωσης. Ένα είδος φιλοσοφικής ανθρωπολογίας της εποχής μας, με άλλα λόγια.

«Αμφισβήτηση θα πει ακριβώς επανάσταση στην πράξη, καθημερινή, γειωμένη, στραμμένη ενάντια σε στόχους μεταβαλλόμενους και πάντα καινούργιους. Είναι το λυρικό αντάρτικο: για να μη «βαλτώσεις», δηλαδή για να τροφοδοτείς την ανυπομονησία, για να κρατάς ζωντανό το συναίσθημα της δύναμής σου και ατελείωτη τη γιορτή, ψάχνεις παντού θύλακες αντίστασης, ξεριζώνεις από παντού το σταθερό και το επαχθές, και πυροβολείς ό,τι κινείται – εν προκειμένω, ό,τι δεν κινείται. Καθηγητές, γονείς, εργοδότες, πολιτικοί ιθύνοντες, διανοούμενοι, θεσμοί, παραδόσεις, καθετί που αντιπροσωπεύει την τάξη ή τη σταθερότητα θεωρείται καταπιεστικό, σφετεριστικό και πληκτικό, και ως τέτοιο αξίζει να επικρίνεται, αν όχι να πατάσσεται. Όχι κατ’ ανάγκην για να προκύψει κάτι καλύτερο, αλλά για να ανοίξει απλώς χώρος, να αλλάξει ο κόσμος, να ελαφρύνουν όλα και να μη σταματήσει πουθενά η ξέφρενη αυτή διαλεκτική, αυτό το μεθυστικό «μπιτ» που πρέπει να είναι ο ρυθμός της ίδιας της ιστορίας».

 

Ο Φρανσουά Ρικάρ γεννήθηκε στο Shawinigan, στο Κεμπέκ του Καναδά το 1947. Σπούδασε στο Μόντρεαλ και στην Αιξ εν Προβάνς και επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο Μακ Γκιλ, όπου διδάσκει από τη δεκαετία του ’80 γαλλική και γαλλόφωνη-καναδική (κεμπεκιανή) λογοτεχνία. Έχει γράψει δοκίμια για τη λογοτεχνία και σημαντικές σύγχρονες μορφές της, όπως η Κεμπεκιανή Gabrielle Roy και ο Μίλαν Κούντερα, επί του έργου των οποίων θεωρείται ειδικός (έχοντας επιμεληθεί την έκδοση των έργων της πρώτης και συντάσσοντας εισαγωγές κι επιλόγους στα βιβλία του δεύτερου). Υπήρξε κριτικός λογοτεχνίας στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, όπως και μέλος των εκδοτικών οίκων Éditions Sentier και Éditions du Boréal στον Καναδά, ενώ συνεργάζεται με το περιοδικό Atélier du Roman, που εκδίδει ο Λάκης Προγκίδης στο Παρίσι. Το κεμπεκιανό περιοδικό L’Actualité έχει χαρακτηρίσει τη Λυρική γενιά ως «ένα από τα 35 βιβλία που πρέπει κανείς να διαβάσει, αν θέλει να κατανοήσει το Κεμπέκ». Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί το δοκίμιό του Το τελευταίο απόγευμα της Ανιές. Δοκίμιο για το έργο του Μίλαν Κούντερα (Αθήνα, Εστία, 2005) κι ένα μέρος του άρθρου του «Για τον Φιλίπ Μυρέ» (περ. Πρόταγμα, τ. 11, Νοέμβριος 2018).

Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον – “Το Διαμάντι του Μαχαραγιά”

Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον

Το διαμάντι του μαχαραγιά

Μετάφραση: Χάρης Τανταρούδας Παπασπύρου

Ιούλιος 2020

σελ. 144

τιμή: 11 ευρώ

ISBN: 978-618-83523-9-1

 

 

Στις τέσσερις ιστορίες που απαρτίζουν το Διαμάντι του Μαχαραγιά συναντάμε ξανά τον περιβόητο Βοημό πρίγκηπα Φλόριζελ, κεντρικό ήρωα της Λέσχης της αυτοκτονίας, που επανεμφανίζεται και στον Δυναμιτιστή. Αυτή τη φορά όμως, μέσα από την πένα του Στήβενσον ακολουθούμε την ξέφρενη πορεία ενός πολύτιμου και πολυθρύλητου πετραδιού, που αλλάζει χέρια σωρηδόν, ταξιδεύοντας με τους πιο αλλόκοτους και διασκεδαστικούς τρόπους. Οι ήρωες των ιστοριών –κλεπταποδόχοι, κατ’ ανάγκην καταχραστές ή επίδοξοι κάτοχοι του Διαμαντιού, όλοι με τον τρόπο τους τραγικές φιγούρες–, αναζητούν απεγνωσμένα λύτρωση στο προσωπικό τους δράμα. Κι έτσι οι περιπέτειες του πολυπόθητου πετραδιού στέκονται ως αφορμή για ν’ αποκαλυφθούν συζυγικά δράματα, μυστηριώδεις οικογενειακές σχέσεις και παράτολμες εγκληματικές ενέργειες. Ο δεινός αυτός παραμυθάς μάς προσφέρει εδώ ένα ακόμη εξαίσιο δείγμα της χιουμοριστικής του ανάγνωσης της πραγματικότητας.

 

Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον γεννήθηκε το 1850 στο Εδιμβούργο και πέθανε το 1894 στη νήσο Ουπόλου της Σαμόα από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία 44 ετών. Έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες, ποιήματα, παιδικά βιβλία και ταξιδιωτικές αφηγήσεις, και είναι ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς παγκοσμίως. Παρά την εύθραυστη υγεία του –και εν μέρει εξ αιτίας της–, δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Το 1888 μάλιστα εξέδραμε μαζί με τη γυναίκα του, Φάννυ και τα παιδιά της, σε μια περιπλάνηση στον Κεντρικό κι Ανατολικό Ειρηνικό, περνώντας απ’ τη Χαβάη, την Ταϊτή, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, για να καταλήξει στη Σαμόα όπου και τελικά εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Εκεί έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αναπτύσσοντας στενούς δεσμούς με τον ιθαγενή πληθυσμό και παίρνοντας μέρος στη δημόσια ζωή της Ουπόλου. Παρ’ ότι έμαθε ανάγνωση σχετικά αργά, έγραφε ιστορίες από πολύ νεαρή ηλικία κι ο πατέρας του εξέδωσε την πρώτη από αυτές το 1866. Υπήρξε διάσημος κατά τη διάρκεια της ζωής του και κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση πολύ διαφορετικών συγγραφέων του 20ού αιώνα, από τον Προυστ και τον Μπόρχες και ως τον Χένρυ Τζέημς, τον Γκ. Κ. Τσέστερτον και τον Μπρεχτ. Εντούτοις για πολύ καιρό η κριτική τον θεωρούσε δευτεροκλασάτο συγγραφέα, τοποθετώντας τον στην παιδική λογοτεχνία και την λογοτεχνία τρόμου. Κυριότερα έργα του, μεταφρασμένα στα ελληνικά: Το νησί των θησαυρών (1883), Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ (1886), Η απαγωγή (1886) και οι τρεις τόμοι σύντομων ιστοριών, Οι νέες Χίλιες και μια νύχτες, τ. Α΄ (Η λέσχη της αυτοκτονίας και το ανά χείρας Διαμάντι του μαχαραγιά [1882]), τ. Β΄ (1882) και Ο  δυναμιτιστής (1885).