Ζαν-Κλωντ Μισεά – “Το ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα”

Ζαν-Κλωντ Μισεά

Το ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα

Πρόλογος: Χρίστος Χαραλαμπόπουλος

Μετάφραση-Επίμετρο: Νίκος Ν. Μάλλιαρης

Ιούλιος 2020

σελ. 216

τιμή: 14 ευρώ

ISBN: 978-618-83523-8-4

 

Ταξιδεύοντας από το αριστοκρατικό dribble game του 19ου αιώνα στο passing game που υιοθέτησε η λαϊκή εργατική παράδοση, κι από το θεαματικό, επιθετικό παιχνίδι των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών σχολών –που συνιστούσε προϊόν συλλογικής δημιουργίας– μέχρι το «ρεαλιστικό», φιλελεύθερο ποδόσφαιρο των ημερών μας, που αποθεώνει τα ατομικά κατορθώματα των ακριβοπληρωμένων βεντετών, ο Μισεά διερευνά τις πολιτικές και φιλοσοφικές διαστάσεις του λαοφιλούς αθλήματος. Μια πρωτότυπη και οξυδερκής ανάλυση γύρω από τη γενεαλογία του ποδοσφαίρου, αλλά και φόρος τιμής στον σπουδαίο συγγραφέα και λάτρη του, Εδουάρδο Γκαλεάνο.

«Είναι ακριβώς χάρις σε τούτη τη διαρκή ομαδική κίνηση που μπορεί κάθε παίκτης να δίνει τον καλύτερό του εαυτό και να ξεδιπλώνει την ατομική του δημιουργικότητα. Αν, για παράδειγμα, ο Λέο Μέσι θεωρείται σήμερα ως ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, είναι, μεταξύ άλλων, κι επειδή μπορεί ανά πάσα στιγμή να βασίζεται στις πάσες ακριβείας του Τσάβι και του Ινιέστα – τους οποίους, αντιστοίχως, βοηθά ν’ αποφασίσουν αν και πού θα πασάρουν τη μπάλα ακριβώς επειδή τους τη ζητά με τον ιδανικότερο τρόπο. Πρόκειται για μια σύνοψη της ιδέας που αποτελεί θεμέλιο όχι μόνο του πρωταρχικού σοσιαλισμού μα και της κοινωνιολογικής σχολής του Εμίλ Ντυρκάιμ: όταν μια συλλογικότητα ή κοινωνική ομάδα πριμοδοτεί την αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη, αντί για τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο όλων εναντίων όλων, δημιουργούνται οι βέλτιστες συνθήκες για την προσωπική ολοκλήρωση κάθε μέλους της ομάδας. Ιδού τι ήθελε να τονίσει ο Ερίκ Καντονά με την περίφημη ατάκα που έδωσε ως απάντηση, όταν τον ρώτησαν για ποιο από τα πολλά του γκολ είναι περισσότερο περήφανος: “Τ’ ομορφότερο γκολ μου; Ήταν μια πάσα!”»

 

Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά (Jean-Claude Michéa) γεννήθηκε το 1950 και ζει στο Μονπελιέ της Γαλλίας. Είναι γιος του κομμουνιστή Αντιστασιακού και μετέπειτα αθλητικογράφου Αμπέλ Μισεά. Μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ως το 1976, οπότε και στρέφεται πλέον σε ελευθεριακή κατεύθυνση, εργάστηκε ως καθηγητής φιλοσοφίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως το 2010. Εισηγητής της σκέψης του Όργουελ στη Γαλλία, έχει επίσης επιμεληθεί τις γαλλικές εκδόσεις των έργων του Κρίστοφερ Λας (Christopher Lasch). Κριτικός της Αριστεράς, την οποία αντιλαμβάνεται ως πολιτιστική έκφραση του οικονομικού φιλελευθερισμού, προσπαθεί να αναδιατυπώσει το σοσιαλιστικό πρόταγμα μέσα από μια κριτική της φιλοσοφίας της Προόδου και την υπεράσπιση της λαϊκής κουλτούρας. Στο πλαίσιο της τελευταίας εντάσσονται και τα γραπτά του γύρω από το ποδόσφαιρο, που στηλιτεύουν την εμπορευματοποίηση αυτού του κατεξοχήν λαϊκού αθλήματος. Μεταφρασμένα έργα του: Τζορτζ Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός (Μάγμα, 2018), Η εκπαίδευση της αμάθειας (Βιβλιόραμα, 2002), Το αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2007), Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού (Πόλις, 2008), Τα μυστήρια της Αριστεράς (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2014).

 

Ο Στέλιος Ελληνιάδης παρουσιάζει στο “Κόκκινο” το βιβλίο του Λούντβιχ Κλάγκες “Ο άνθρωπος και η γη”

Ο Στέλιος Ελληνιάδης παρουσιάζει στο ραδιοφωνικό σταθμό “Κόκκινο” το βιβλίο του Λούντβιχ Κλάγκες “Ο άνθρωπος και η γη”

Το κείμενο του Λούντβιχ Κλάγκες συντάσσεται το 1913 και αποτελεί, δίχως αμφιβολία, το πρώτο σύγχρονο οικολογικό μανιφέστο· διότι περιγράφει με ακρίβεια τις επιζήμιες συνέπειες που είχε ήδη αρχίσει να έχει η πρόσφατη, ακόμη τότε, βιομηχανική επανάσταση όχι μόνο στον έμβιο κόσμο και στο φυσικό περιβάλλον μα και στον ίδιο τον άνθρωπο. […] Ο Κλάγκες φρονεί πως ο τραγικός χαρακτήρας του Δυτικού ανθρώπου έγκειται στο ότι είναι ένα ον ξεριζωμένο, εφόσον έχουν διαρραγεί οι δεσμοί που τον συνέδεαν με τη μητέρα Γη. Υπάρχει, άραγε, σωτηρία για τούτον τον εκφυλισμένο μητροκτόνο; Είναι δυνατόν ν’ αποκατασταθεί ο σπασμένος του δεσμός με τη φύση;

«Η “πρόοδος” σαρώνει τη γη σαν λαίλαπα· όπου έχει κατακάψει τα πάντα, δεν ευδοκιμεί πλέον τίποτα, για όσον καιρό υπάρχουν ακόμα άνθρωποι! Όσα είδη ζώων και φυτών έχουν εξολοθρευθεί, δεν ανανεώνονται· η μύχια φλόγα της καρδιάς έχει σβήσει, η εσωτερική πηγή που τροφοδοτούσε τη μουσική άνθηση και τις ιερές γιορτές έχει αποστραγγιστεί· το μόνο που απομένει είναι μονάχα η σκυθρωπή εργάσιμη μέρα διακοσμημένη με τα μπιχλιμπίδια θορυβωδών “απολαύσεων”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε στην εποχή της παρακμής της ψυχής».

 

Για το βιβλίο “Μακάριοι οι θνητοί”

Του Νίκου Μανωλόπουλου (περιοδικό Σύναξη)

 

Σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου Μακάριοι οι θνητοί, γιατί είναι ακόμα ζωντανοί, ο συγγραφέας του Φρανκ Νταμούρ μάς θυμίζει μια εμβληματική σκηνή από τη ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν Έβδομη σφραγίδα, τη σκηνή που δίπλα στη θάλασσα ο Χάρος παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον ιππότη Αντώνιο Μπλοκ. Στην ταινία η δύναμη και το νόημα της σκηνής, σύμφωνα με τον Νταμούρ, βρίσκεται στο γεγονός ότι την τελευταία κίνηση, που επιφέρει το ρουά ματ, την κάνει ο Χάρος, υπενθυμίζοντας με μεταφορικό τρόπο ότι ο θάνατος είναι η μοίρα του ανθρώπου. Όμως ο συγγραφέας μας καλεί να φανταστούμε μια ανατροπή αυτής της σκηνής, που ο ιππότης Αντώνιος Μπλοκ θα κάνει την τελευταία και τελική κίνηση, το ρουά ματ. Αυτή η ανατροπή είναι σήμερα ο στόχος όχι μιας θρησκείας, όπως παραδείγματος χάρη της χριστιανικής που κηρύττει ανάσταση νεκρών και άρα τη μη παντοδυναμία του θανάτου, ούτε μιας φιλοσοφίας όπως η πλατωνική που μιλάει για την αθανασία της ψυχής, αλλά μιας ιδεολογίας που ο συγγραφέας ονομάζει ιμορταλισμό και διέπει και εμψυχώνει την προσπάθεια μεγάλων επιχειρήσεων τεχνολογικών και όχι μόνο, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Το βιβλίο διαρθρώνεται ως μια σειρά δώδεκα ανοιχτών επιστολών που απευθύνει ο συγγραφέας στους δύο δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες και συνιδρυτές της Google , Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν. Αυτοί οι επιχειρηματίες μαζί με άλλους , κυρίως ιδιοκτήτες ή μεγαλομέτοχοι μεγάλων εταιριών τεχνολογιών αιχμής, αποτελούν τον πυρήνα των θιασωτών του ιμορταλισμού, ιδεολογία που έχει ως σύνθημα της το «θάνατο στο θάνατο». Η ιδεολογία αυτή σημαίνει πρακτικά ότι αυτοί οι επιχειρηματίες με επενδύσεις εκατομμυρίων φιλοδοξούν μέσα από την έρευνα στην τεχνολογία, την ιατρική, την γενετική και άλλες επιστήμες που σχετίζονται με την υπόσταση του ανθρώπου ως όντος βιολογικού, να παρατείνουν το προσδόκιμο ζωής του ανθρώπου κατά πολύ έτσι ώστε αυτός να καταστεί οιονεί ένα αθάνατο ον. Τα λόγια ενός εκπροσώπου αυτής της ιδεολογίας που παρατίθενται στο βιβλίο είναι ενδεικτικά αυτής της ιδεολογίας: «δεν θ’ ανεχτούμε άλλο την τυραννία του γήρατος και του θανάτου […] Θ’ αποφασίζουμε μόνοι μας πόσον καιρόν θα ζούμε». Ο ιμορταλισμός μαζί με τον τρανσουμανισμό [μεταφραστικές επιλογές του έλληνα μεταφραστή για του όρους immortalism και transhumanism] είναι αιχμή του δόρατος μια αντίληψης που στοχεύει στην υπέρβαση των ορίων για τον άνθρωπο, το γήρας και το θάνατο, καθώς και στη δυνατότητα του για συνεχή πειραματισμό πάνω στα όρια της φύσης του. Χαρακτηριστικοί είναι τίτλοι σχετικών βιβλίων που ανήκουν σε αυτή την αντίληψη και τα οποία αναφέρει ο συγγραφέας, παραδείγματος χάρη του Κέρζουελ (Ray Kurzweil) το 2005 με τίτλο The singularity is Near: When Humans Transcend Biology[H μοναδικότητα πλησιάζει: έρχεται η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος θα υπερβεί την βιολογία] , ή του L. Alexandre το 2011 με τίτλο La mort de la mort. Comment la technmédicine va bouleverser l’ humanité [ Ο θάνατος του θανάτου. Πως η τεχνοϊατρική θα τροποποιήσει εκ βάθρων την ανθρωπότητα]. Ακόμη και τα ονόματα των εταιρειών οι οποίες σχετίζονται με την επίμαχη υπέρβαση της θνητής ανθρώπινης φύσης είναι χαρακτηριστικά, παραδείγματος χάρη το όνομα της σχετικής εταιρείας των δύο συνιδρυτών της Google είναι Calico (California life Company).

O Νταμούρ μέσω της επιστολικής γραφής του φιλοδοξεί να περιγράψει και να ασκήσει κριτική στην ιδεολογία του ιμορταλισμού από την μία ενώ από την άλλη στοχάζεται για τη θέση του θανάτου στη σημερινή εποχή καθώς και για τη θνητότητα ως το ίδιον του ανθρώπου. Αυτό που θέλει να κάνει ξεκάθαρο στον αναγνώστη αυτό το βιβλίο είναι η θέση πως το φαινόμενο του ιμορταλισμού διαφέρει από μια νέα τέχνη του θνήσκειν [ars moriendi]. Τέχνη που αναζητεί ο σημερινός άνθρωπος σε μια εποχή που θα πρέπει να επινοήσει εκ νέου απαραίτητα έθιμα, λέξεις και φαντασιακό για την ώρα του θανάτου του δικού του αλλά και των αγαπημένων του προσώπων. Διαφέρει επίσης το φαινόμενο του ιμορταλισμού από την επίταση της λογικής μιας «κίβδηλης αυτονομίας» όπως λέει ο συγγραφέας, ήτοι μιας προσπάθειας να ρυθμίσουμε διάφορα ζητήματα (παραδείγματος χάρη τη ρύθμιση του ψηφιακού μας θανάτου μέσω της προσχεδιασμένης διαγραφής της σελίδας μας στο facebook) που σχετίζονται με τη διατήρηση της μεταθανάτιας αξιοπρέπειας μας, με όλη τη ματαιοπονία που αποδεικνύεται να εμπεριέχει αυτή η αυτονομία.

Ο συγγραφέας τονίζει ότι το φαινόμενο του ιμορταλισμού δεν είναι απλώς μια «ολοκληρωμένη εκδοχή της απόπειρας ελέγχου του θανάτου» αλλά ταυτίζεται με απόπειρα ριζικής αλλαγής της φύσης του θανάτου και με μια επιθυμία επέκτασης της κίβδηλης αυτονομίας του ανθρώπου και σε σχέση με τον ίδιο το θάνατο. Δηλαδή παντοδυναμία και έλεγχος του ανθρώπου και πάνω στον ίδιο του το θάνατο, να το ανθρωπολογικό όραμα του ιμορταλισμού, ανθρωπολογικό όραμα που συμβαδίζει με ένα οικονομικό και πολιτικό σχέδιο, μιας και καμιά ιδεολογία δεν είναι απλώς ένα ατομικό καπρίτσιο.

Επομένως στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης θα βρει την ανάπτυξη και την ανάλυση του περιεκτικού ορισμού αυτή της ιδεολογίας που διατυπώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «… ο ιμορταλισμός συνιστά μια παμπεριεκτική ιδεολογία, ταυτοχρόνως οικονομική και ανθρωπολογική. Στόχος του είναι η αύξηση των βιολογικών δυνατοτήτων του ανθρώπου και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τον πετύχει είναι οι νέες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα: η ανάπτυξη της συγκεκριμένης τεχνολογίας είναι δυνατή μόνο χάρις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί οικονομίας και μιας κουλτούρας που θα έχει αποδεχτεί το τέλος της θνητότητας» (σ. 80). Η ανάλυση επομένως δεν περιορίζεται στις ανθρωπολογικές διαστάσεις και τις συνέπειες ενός οράματος και τελικά ενός σχεδίου με συγκεκριμένα ιδιωτικά οικονομικά και επιστημονικά κεφάλαια αλλά προσπαθεί να φανταστεί και την πολιτική δυστοπία που μπορεί να βρίσκεται πίσω από τον ιμορταλισμό ήτοι «μια συλλογικής αυτοκτονία μέσω της τεχνολογικής προόδου, ένας ιατρικοποιημένος κι εξευγενισμένος μηδενισμός» (σ. 63).

Το βιβλίο του Νταμούρ όμως δεν είναι απλώς ένα βιβλίο πολεμικό ενάντια στο ιμορταλιστικό όνειρο των συνιδρυτών της Google και κριτικό απέναντι στις οικονομικές, επιστημονικές και τεχνολογικές θεωρίες και εφαρμογές που το συνοδεύουν. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται και ο φιλοσοφικός στοχασμός για το νόημα της θνητότητας και της αθανασίας για τη ζωή του ανθρώπου. Μάλιστα μια παραθεώρηση της πρώτης φαίνεται να αλλοιώνει ριζικά και το νόημα της δεύτερης σύμφωνα με το συγγραφέα. Αν η δίψα για ζωή και πέραν του τάφου, δηλαδή το αίτημα της αθανασίας, απομονωθεί από την εμπειρία της τρωτότητας μας, την εμπειρία της ανάγκης μας για σχέσεις αλληλεγγύης και αγάπης με τους άλλους που πηγάζει από την αδυναμία μας, δηλαδή απομονωθεί από την εμπειρία της θνητότητας μας, της περατότητας μας, τότε η αναμέτρηση με το θάνατο απλώς θα είναι μια εγωιστική επιδίωξη επιμήκυνσης των ορίων της βιολογικής ζωής εις το άπειρον, ένα φαύλο και ψευδές άπειρο όμως. Ενδιαφέρον επομένως έχει αυτό το βιβλίο και για τις σκέψεις του συγγραφέα πάνω στη σημασία που έχει η θνητότητα αλλά και τη σημασία που έχει η γέννηση ως δημιουργία και ανάδυση του νέου (έννοια που προέρχεται από της Χάνα Άρεντ) για την ανθρώπινη κατάσταση και για τις ανθρώπινες κοινωνίες εν γένει. Πάνω σε αυτές τις σκέψεις καλείται να αναρωτηθεί για τη σημασία του θανάτου και της θνητότητας και ο χριστιανός αναγνώστης που φέρει την πίστη στο αναστημένο Ιησού που «θανάτω θάνατον πατήσας» και δεν παύει να ελπίζει στο παύλειο «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος», Α΄ Κορ 15,26).

Δύο τελευταίες παρατηρήσεις εν κατακλείδι. Πρώτον το βιβλίο αυτό διαπιστώσαμε, διαβάζοντας το, ότι διαλέγεται γόνιμα με το τεύχος 147 της Σύναξης που ήταν αφιερωμένο στη σχέση ανθρωπολογίας και τεχνολογίας. Είναι ένα βιβλίο που αναμετριέται με πολλά από τα ερωτήματα που τέθηκαν σε εκείνο το τεύχος από τους συγγραφείς του.

Δεύτερον, η ανάγνωση του βιβλίου και ιδιαίτερα ο προκλητικός και παράδοξος τίτλος του Μακάριοι οι θνητοί γιατί είναι ακόμη ζωντανοί μας θύμισε τα λόγια ενός άλλου σημαντικού γάλλου συγγραφέα, του μυθιστοριογράφου Μισέλ Ουελμπέκ, που γράφει στο τελευταίο του βιβλίο περιγράφοντας την εμπειρία της θνητότητας για έναν ζωντανό: «Σου λείπει ένα ον και όλα είναι «ερημιά»… η αλήθεια είναι πως σου λείπει ένα μόνο ον και όλα είναι νεκρά, ο κόσμος είναι νεκρός και είσαι κι εσύ νεκρός… δεν αντλούσα καμιά ευχαρίστηση απ’ τη μοναξιά μου, ούτε από την ελεύθερη λειτουργία του πνεύματος μου, είχα ανάγκη από αγάπη». Αν επομένως κρύβεται μια μακαριότητα στη θνητότητα για μας τους ζωντανούς, αυτή είναι η συνειδητοποίηση της βαθύτερης ανάγκης μας και επιθυμίας μας, της ανάγκης μας και της επιθυμίας μας για αγάπη, αγάπη που χρήζει αθανασίας για να μην είναι η ερημία και η νεκρότητα η τελευταία λέξη της βιοτής μας.

Λούντβιχ Κλάγκες – Ο άνθρωπος και η γη

Λούντβιχ Κλάγκες

Ο άνθρωπος και η γη

Μετάφραση: Γιώργος Στεφανίδης

Επίμετρο: Ζιλμπέρ Μερλιό

Μάιος 2020

σελ. 80

τιμή: 8 ευρώ

ISBN: 978-618-83523-7-7

 

Το κείμενο του Λούντβιχ Κλάγκες συντάσσεται το 1913 και αποτελεί, δίχως αμφιβολία, το πρώτο σύγχρονο οικολογικό μανιφέστο· διότι περιγράφει με ακρίβεια τις επιζήμιες συνέπειες που είχε ήδη αρχίσει να έχει η πρόσφατη, ακόμη τότε, βιομηχανική επανάσταση όχι μόνο στον έμβιο κόσμο και στο φυσικό περιβάλλον μα και στον ίδιο τον άνθρωπο. […] Ο Κλάγκες φρονεί πως ο τραγικός χαρακτήρας του Δυτικού ανθρώπου έγκειται στο ότι είναι ένα ον ξεριζωμένο, εφόσον έχουν διαρραγεί οι δεσμοί που τον συνέδεαν με τη μητέρα Γη. Υπάρχει, άραγε, σωτηρία για τούτον τον εκφυλισμένο μητροκτόνο; Είναι δυνατόν ν’ αποκατασταθεί ο σπασμένος του δεσμός με τη φύση;

«Η “πρόοδος” σαρώνει τη γη σαν λαίλαπα· όπου έχει κατακάψει τα πάντα, δεν ευδοκιμεί πλέον τίποτα, για όσον καιρό υπάρχουν ακόμα άνθρωποι! Όσα είδη ζώων και φυτών έχουν εξολοθρευθεί, δεν ανανεώνονται· η μύχια φλόγα της καρδιάς έχει σβήσει, η εσωτερική πηγή που τροφοδοτούσε τη μουσική άνθηση και τις ιερές γιορτές έχει αποστραγγιστεί· το μόνο που απομένει είναι μονάχα η σκυθρωπή εργάσιμη μέρα διακοσμημένη με τα μπιχλιμπίδια θορυβωδών “απολαύσεων”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε στην εποχή της παρακμής της ψυχής».

 

Ο Φρίντριχ Κόνραντ Έντουαρντ Βίλχελμ Λούντβιχ Κλάγκες (1872-1956) γεννήθηκε στο Αννόβερο και πέθανε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης. Σπούδασε φυσική και χημεία και στη συνέχεια φιλοσοφία και ψυχολογία. Βασικός εκπρόσωπος της «φιλοσοφίας της ζωής», επεξεργάστηκε μιαν αντι-ορθολογική και βιταλιστική κριτική του νεωτερικού «λογοκεντρισμού» εμπνευσμένη από τους Γερμανούς ρομαντικούς, τον Νίτσε, τον Μπερξόν και τον Ελβετό ανθρωπολόγο Johann Jakob Bachofen. Ταυτόχρονα αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι της δουλειάς του στον τομέα της ψυχολογίας, ενώ συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές της γραφολογίας. Ιδιότυπος κι εξωακαδημαϊκός στοχαστής, έχαιρε της εκτίμησης προσωπικοτήτων τόσο διαφορετικών όσο ο Βάλτερ Μπέγιαμιν κι ο Ερνστ Κασσίρερ, ο Ρόμπερτ Μούζιλ κι ο Χέρμαν Έσσε, ο Τόμας Μαν κι ο Εμίλ Σιοράν. Το 1966, σε άρθρο του στον Spiegel, με αφορμή τον θάνατό του Κλάγκες, ο Γιούργκεν Χάμπερμας σημείωνε ότι «δε θα πρέπει ν’ αφήσουμε το πέπλο της ανορθολογικής μεταφυσικής και της αποκαλυψιακής φιλοσοφίας της ιστορίας του ν’ αποκρύψει τα επιτεύγματά του στον χώρο της ανθρωπολογίας και της φιλοσοφίας της γλώσσας». Κύρια έργα του: Βασικές αρχές της χαρακτηρολογίας (Prinzipien der Charakterologie, 1910), Ο άνθρωπος και η γη (1913), Περί του κοσμογονικού Έρωτα (Vom kosmogonischen Eros, 1922), Το πνεύμα ως ανταγωνιστής της ψυχής (Der Geist als Widersacher der Seele, τρεις τόμοι: 1929–32), Η ουσία του ρυθμού (Vom Wesen des Rhythmus, 1934).

 

Μη ζητάς αθανασία…

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο “Αναγνώσεις“)

 

Υπάρχει μόνο μία ηδονή: να είσαι ζωντανός. Όλες οι άλλες είναι βάσανο.

Ο θάνατος είναι ανάπαυση, αλλά η σκέψη του θανάτου ταράζει κάθε ανάπαυση.

Τσέζαρε Παβέζε

Εάν πιστέψουμε στην ψυχανάλυση, ένας οικείος τρόπος για να εκδηλώσουμε τους απωθημένους φόβους της παιδικής ηλικίας, και κυρίως τον φόβο του θανάτου, είναι κάποιες «ασήμαντες» φοβίες, όπως η αγοραφοβία, η αραχνοφοβία, και πάει λέγοντας. Ένας πιο εξεζητημένος τρόπος είναι να φανταστούμε ότι είμαστε αθάνατοι. Όταν αυτή η (παιδιάστικη) ονειροφαντασία μετατρέπεται σε ατομική ψευδαίσθηση, σε ιδεολογία, με ισχυρές αξιώσεις πραγμάτωσης, τότε έχουμε να κάνουμε με μια μείζονα πρόκληση εκ μέρους των «άλογων τεχνολόγων», και των «άσοφων σοφών» της φυλλοροούσας νέας τάξης. Αναφέρομαι βέβαια στους προπαγανδιστές και χρηματοοικονομικούς επενδυτές της ιδεολογίας του ιμμορταλισμού –στους ιδρυτές της μηχανής αναζήτησης του google– που έβαλαν για σκοπό τους την αύξηση του προσδόκιμου ζωής ίσαμε και τα τριακόσια χρόνια: μέσω των τεχνολογικών επιτευγμάτων της ιατρικής (μεταμοσχεύσεις τεχνητών οργάνων, πλαστική χειρουργική, νέες θεραπείες κ.λπ.) αποβλέπουν όχι απλώς στην επέκταση του προσδόκιμου ζωής μα στην πραγμάτωση του φαουστικού ονείρου μιας αιώνιας νεότητας.

Αυτούς τους παλαβούς και την ατομιστική-ελιτίστικη παλαβομάρα τους κατακεραυνώνει ο Φρανκ Νταμούρ με μια σειρά επιστολών του. Έστω κι αν εν μέσω της πανδημίας του COVID-19 ο τίτλος του βιβλίου του, Μακάριοι οι θνητοί γιατί είναι ακόμη ζωντανοί, ακούγεται μακάβρια διαλεκτικός, θα πρέπει να τον δούμε όχι στην αντίθεσή του με το ποιητικό όραμα μα με βάση μια πολιτική, εκείνη της αιώνιας νεότητας, σαν αποκορύφωμα της φιλελεύθερης ουτοπίας. Οι πολιτικές γενικά δεν είναι γόνος των ονειροπόλων ποιητών αλλά των παλαβών, που κάνουν πράξη τις ονειροφαντασίες (πατούν επί πτωμάτων), φτιάχνουν φοβερές μηχανές όπως το κράτος-λεβιάθαν, οι αυτοκρατορίες, οι «οργανικές ενώσεις» τύπου Φρανγκεστάιν.

Εάν δεν θέλουμε να γίνουμε (βιο)ηθικολόγοι του συρμού θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τέτοιας λογής πολιτικές έχουν το διπλό πρόσωπο του Ιανού. Ας πάρουμε για παράδειγμα το κατ’ εξοχήν μοντέρνο δημιούργημα της πολιτικής, το κράτος-λεβιάθαν. Αυτός ο τεχνητός θεός έθεσε ένα τέλος στους θρησκευτικούς πολέμους που αιματοκυλούσαν την Ευρώπη στο όνομα χριστιανικών δογμάτων για την αιώνια ζωή. Ο Τόμας Χομπς μας λέει ότι ο ιδρυτικός μύθος, οι βάσεις του κράτους-λεβιάθαν, είναι ο φόβος του θανάτου: στη φυσική κατάσταση δεσπόζει ο πόλεμος όλων εναντίον όλων και η ανθρώπινη ζωή βρίσκεται διαρκώς σε θανάσιμο κίνδυνο· οι άνθρωποι παραδίδουν τη φυσική ελευθερία τους στον κυρίαρχο κι αυτός τους εξασφαλίζει γαλήνη κι ασφάλεια, μακροβιότητα. Για να περιοριστούμε στον δυτικό κόσμο, στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων τουλάχιστον οι εσωτερικές πολιτικές του κράτους παρείχαν στους πολίτες του (ή στους υπηκόους) όχι μόνο γαλήνη κι ασφάλεια μα και μια σειρά υπηρεσιών που αύξησαν το προσδόκιμο ζωής, το διπλασίασαν σε σχέση με δυο αιώνες πριν. Σ’ αυτή τη συνάφεια ο θάνατος εξημερώθηκε, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Φιλίπ Αριές, καθώς τον ανέλαβαν εξειδικευμένες υπηρεσίες με κύριο μοχλό τις υγειονομικές· κατ’ ουσία ο θάνατος εξαφανίστηκε από το προσκήνιο της κοινωνικής ζωής. Η ίδια η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβαση σε τέτοιας λογής υπηρεσίες. Γι’ αυτό και στις μέρες της πανδημίας του COVID-19, με τη βίαιη επανεμφάνιση του θανάτου επί σκηνής, ό,τι εξελέγχεται στις ασκούμενες πολιτικές δεν σχετίζεται τόσο με τη ζωή καθαυτή μα με την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής.

Στην μοντέρνα υγειονομική γλώσσα υπάρχει η ουδέτερη, εκκοσμικευμένη και ψυχρή έκφραση «ο ασθενής κατέληξε», πράγμα που υποδηλοί ένα τελικό αίτιο, ένα φυσιολογικό τέλος του ανθρώπου, ένα είναι-προς-θάνατο· τέτοιες λεκτικές εκφράσεις συνυπάρχουν με άλλες προμοντέρνες μα βαθιά ριζωμένες εκφράσεις όπως «χάσαμε τον άνθρωπό μας» ή «έφυγε», δηλώνοντας έτσι την θρησκευτική πίστη στη μετοίκηση του ανθρώπου σ’ έναν άλλο κόσμο αιώνιας ζωής. Θα χρειαζόταν πολύ μελάνι για να καταγράψουμε και μόνο πώς οι λόγιοι προσέγγισαν τον θάνατο και προσπάθησαν να τον εκλογικεύσουν δίνοντας άλλη βαρύτητα στην εκφορά του λόγου. Από τον πλατωνικό Σωκράτη γνωρίζουμε ήδη πως η α-λήθεια της φιλοσοφίας είναι μια άσκηση θανάτου, μια προετοιμασία για τη μετά θάνατο άνοδο στον ακίνητο κι αιώνιο κόσμο των ιδεών· κι αυτή η αναζήτηση, η προετοιμασία για ένα γαλήνιο θάνατο, είναι εν πολλοίς ο πυρήνας του φιλοσοφικού φαντασιακού. Ωστόσο, εάν θέλουμε ν’ ανακαλύψουμε τεκμήρια για αναλογίες με τη συγκυρία χρειάζεται να ανατρέξουμε στον πλούτο της λογοτεχνίας. Ας θυμηθούμε τον Δράκουλα του Στόκερ, τη σαγηνευτική φιγούρα του Νοσφεράτου όπως αποτυπώθηκε εξπρεσιονιστικά στον κινηματογράφο από τον Μουρνάου, και τέλος τις χολυγουντιανές εκδοχές του· εκεί θα βρούμε όλα τα αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες (ο Νοσφεράτου σπέρνει το θανατικό στη Βρέμη) που ταιριάζουν σαν γάντι στον ιμμορταλισμό και στην πανδημία, στις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος…

Μα κι Φρανκ Νταμούρ έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού μια ξεκάθαρη ιδέα περί θανάτου. Εξηγούμαι: η αιώνια ζωή ή ακριβέστερα η αιώνια νεότητα των ιμμορταλιστών είναι ακινησία· εδώ δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι ενδιαφέρον να γραφτεί, να ζωγραφιστεί ή να εξυμνηθεί· η θνητή ζωή, από την άλλη, είναι κίνηση, γίγνεσθαι, διαδοχή γενεών, πολιτισμών. Το γεγονός πως είμαστε θνητοί μας εισάγει στον χρόνο, κι ο χρόνος είναι ιστορία. Το τέλος της ιστορίας είναι και το τέλος του χρόνου, του ίδιου του ανθρώπου. Και το τέλος του ανθρώπου είναι ένα ακόμη «μετά», ο μετάνθρωπος των ιμμορταλιστών. Κοντολογίς, το τέλος της ιστορίας που διέβλεψε ο Φουκουγιάμα είναι το αφήγημα αυτής της φιλελεύθερης πολιτικής θεολογίας.

Η Χάννα Άρεντ απέρριψε την εβραϊκή θεολογία της Βίβλου για τον θάνατο και την αιώνια ζωή («και προσετέθη στον λαό του») και αντ’ αυτού στράφηκε στην αρχαία Ελλάδα. Εκεί, στον δημόσιο βίο των αρχαίων Ελλήνων ανακάλυψε την αθανασία, όταν οι πολίτες με λόγια και έργα γίνονται αθάνατοι χάρη στη σταθερή ύπαρξη του δημόσιου τόπου (της αγοράς). Η ίδια όμως είχε τη διορατικότητα να δει στις σύγχρονες κοινωνίες την παρακμή του δημόσιου προσώπου και την κατίσχυση της ιδιώτευσης. Η ακραία κατάσταση της πανδημίας, κατέδειξε τα όρια μα και τη γενίκευση της ιδιώτευσης, της συρρίκνωσης του κόσμου όλου μέσα στα τετραγωνικά ενός διαμερίσματος. Εκεί η τηλεόραση, η μηχανή της google και πλήθος άλλων γκάτζετ αναπληρώνουν τον κόσμο, και τον συρρικνώνουν όσο πιο πολύ γίνεται. Υπό μία έννοια αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής, αφού έργα, μουσεία, πόλεις και χώρες, βιβλία, και πάει λέγοντας, που θα απαιτούσαν τεράστια δαπάνη χρόνου για να τα προσεγγίσει κανείς είναι μπροστά του με το πάτημα ενός πλήκτρου· συνάμα οι αναρτήσεις του φέισ-μπουκ και των συμπαρομαρτούντων δίνουν τη δυνατότητα στον καθένα να εκφράζει κανείς ανέξοδα τις μελλοντικές προσδοκίες του. Σ’ αυτή τη συνάφεια η μοναχικότητα της ζωής και του θανάτου αποκτούν μια άλλη ένταση, αναδεικνύουν μια μεταμοντέρνα παθολογία, καθώς η τυραννία της ιδιώτευσης φαίνεται να συμβαδίζει με την ανάφλεξη πολιτικών τυραννιών που στηρίζονται στην εικόνα του Πατέρα.

Εν πάση περιπτώσει, γεγονός είναι ότι η ακραία κατάσταση της πανδημίας επιτάχυνε κι ανέδειξε εξελίξεις στη σφαίρα του μάκρο και του μίκρο ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Πρόκειται για γεωπολιτικές εξελίξεις, κοινωνικές, πολιτισμικές, που στο επόμενο διάστημα θα τις βρούμε μπροστά μας. Σε γενικές γραμμές δεν θα πέφταμε έξω αν λέγαμε πως για μια μειονότητα του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου η διέξοδος επαφίεται στο κράτος, στις υπηρεσίες του και σε εκκοσμικευμένες πολιτικές θεολογίες τύπου ιμμορταλισμού ή των αντιπάλων του. Για την πλειονότητα της ανθρωπότητας όμως η θρησκευτική πίστη και η πολιτική θεολογία της είναι το μόνο ορατό πέπλο παρηγοριάς (το μόνο όπιο που διαθέτει) με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Ο εικοστός αιώνας τέλειωσε με τη διάψευση της κομμουνιστικής ουτοπίας και καταπώς φαίνεται στις μέρες μας ο εικοστός πρώτος ετοιμάζεται να δει την κατάρρευση της φιλελεύθερης ουτοπίας.

Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν – Η ψηλή γυναίκα και άλλες αναληθοφανείς αφηγήσεις

 

Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν

Η ψηλή γυναίκα και άλλες αναληθοφανείς αφηγήσεις

Μετάφραση – Επίμετρο: Δήμητρα Παπαβασιλείου

Δεκέμβριος 2019

130 σελίδες

τιμή: 10 ευρώ

ISBN: 978-618-83523-6-0

 

 

Μια μυστηριώδης γραία στοιχειώνει και καταδυναστεύει τη ζωή ενός λαμπρού νέου· ένας εξόριστος στον απώτατο Βορρά εξαπολύει έναν αδιανόητο αγώνα ενάντια στην αμείλικτη φύση· ένας προδομένος σύζυγος επιχειρεί να εκδικηθεί με απρόσμενη κατάληξη· και δύο αρχετυπικοί γραφιάδες επιδίδονται σ’ έναν απρόσμενο και σπαρταριστό διάλογο με τη Μούσα τους… Τα διηγήματα της ανά χείρας συλλογής αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα των ποικίλων εκφάνσεων του φανταστικού, ενώ παρουσιάζουν εκλεκτικές συγγένειες κι επιρροές από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, για την ποιητική του οποίου έτρεφε ιδιαίτερο θαυμασμό ο Αλαρκόν. Κοινό παρονομαστή των αναπάντεχων αυτών αφηγήσεων αποτελεί ο Θάνατος, ως ελλοχεύουσα σκιά και αέναη απειλή (έτσι που καθένα από τα διηγήματα αποτελεί κι ένα memento mori), ενίοτε δε και ως λύτρωση, αφού σύμφωνα με το συγγραφέα «ο θάνατος είναι το απάγκιο κάθε οδύνης»…

«“Ένα απ’ τα δύο πρέπει να συμβαίνει” συλλογίστηκα με την ταχύτητα της αστραπής: “είτε ο φόβος μου είναι βάσιμος είτε πρόκειται για μια τρέλα· αν είναι βάσιμος, αυτή η γυναίκα θα πρέπει να μ’ έχει πάρει στο κατόπι, ετούτη τη στιγμή θα πρέπει κιόλας να με φτάνει, και δεν υπάρχει σωτηρία για μένα στον κόσμο… Αν πάλι πρόκειται για μια τρέλα, για μια παράλογη ανησυχία, για έναν πανικό άνευ λόγου και αιτίας, θα πειστώ γι’ αυτό άπαξ διά παντός, βλέποντας πως αυτή η φτωχή ηλικιωμένη έχει μείνει στην κόγχη εκείνης της πόρτας προσπαθώντας να προφυλαχτεί από το κρύο ή περιμένοντας απλώς να της ανοίξουν […]”.

»Αφού έκανα αυτόν το λογικό συλλογισμό, και καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, γύρισα το κεφάλι.

            »Α! Γκαμπριέλ! Γκαμπριέλ! Αλίμονο! Η ψηλή γυναίκα με είχε ακολουθήσει αθόρυβα, ερχόταν ξοπίσω μου, σχεδόν με άγγιζε με τη βεντάλια, σχεδόν πρόβαλλε το κεφάλι της πάνω απ’ τον ώμο μου!»

 

Ο Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν (1833-1891) γεννήθηκε στην πόλη Γουάδιξ της Γρανάδας και πέθανε στη Μαδρίτη. Ύστερα από ημιτελείς νομικές και ιερατικές σπουδές, στράφηκε στη δημοσιογραφία, ιδρύοντας και διευθύνοντας, σε πολύ νεαρή ηλικία, εφημερίδες αντιμοναρχικού και ριζοσπαστικού, εν γένει, προσανατολισμού. Η πνευματική του πορεία σημαδεύτηκε, ωστόσο, από την ιδεολογική στροφή που σημείωσε (αρκετά νωρίς κι αυτή), αποκηρύσσοντας τις επαναστατικές ιδέες του και προσεγγίζοντας το στρατόπεδο των συντηρητικών, υπέρμαχων της παράδοσης. Το 1859 κατατάχθηκε και πολέμησε στην ισπανο-μαροκινή σύρραξη, επιστρέφοντας από την οποία έγραψε, ως απόσταγμα της εμπειρίας του, το Diario de un testigo de la Guerra de África (Ημερολόγιο ενός αυτόπτη του Πολέμου της Αφρικής). Αργότερα ασχολήθηκε με την πολιτική κι εκλέχθηκε βουλευτής, ενώ το 1877 ανακηρύχθηκε μέλος της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας. Συγγραφέας γόνιμος όσο και πολυσχιδής, έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, θέατρο, ποίηση, ενώ άφησε πίσω του και μια εκτενή αρθρογραφία. Το πεζογραφικό του έργο μοιράζεται ανάμεσα στο Ρεαλισμό και το Ρομαντισμό, με την πρώτη αισθητική σχολή να υπερισχύει ποσοτικά στην πεζογραφική παραγωγή του, και τη δεύτερη ποιοτικά. Στα σημαντικότερα έργα του συγκαταλέγονται η νουβέλα El sombrero de tres picos (1874 – Το τρίκωχο, Αθήνα, Οδυσσέας, 2018) και τα εκτενή διηγήματα El clavo (1853 – To καρφί, Αθήνα, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2012), El amigo de la Muerte (1852 – Ο θάνατος και ο φίλος του, Αθήνα, Ροές, 2014) και La mujer alta (1881 – η ανά χείρας Ψηλή γυναίκα).

Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον – Η δυσπιστία του πατρός Μπράουν

Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον

Η δυσπιστία του πατρός Μπράουν

Μετάφραση: Χάρης Τανταρούδας

Επίμετρο: Χάρης Τανταρούδας, Νίκος Ν. Μάλλιαρης

Νοέμβριος 2019

336 σελίδες

τιμή: 14 ευρώ

ISBN: 978-618-83523-5-3

 

Ο πατήρ Μπράουν είναι ένας Καθολικός ιερέας ευφυής όσο και χιουμορίστας. Η κωμική του σιλουέτα περιδιαβαίνει κάθε λογής περίεργα μέρη ανά τη Γη. Διαθέτει μιαν απλότητα και διαύγεια που τον κάνουν αγαπητό σε όλους. Η δυσπιστία του απέναντι στις εύκολες λύσεις και τις παντός είδους δεισιδαιμονίες τον βοηθά να διαλευκάνει με τον δικό του, ιδιαίτερο ορθολογισμό τα μυστήρια που συναντά μπροστά του. Οι οκτώ ιστορίες του παρόντος τόμου δεν μας προσφέρουν απλώς ένα θαυμάσιο δείγμα της συγγραφικής δεινότητας του Τσέστερτον· αποτελούν, συν τοις άλλοις, έμμεση πλην όμως χιουμοριστική κοινωνική κριτική, αλλά και μια απόπειρα χαρτογράφησης του ανθρώπινου ψυχισμού.

 

Τα διηγήματά του μοιάζουν με αστυνομικά ενώ είναι κάτι πολύ περισσότερο. […] Καθεμία από τις ιστορίες είναι ένας μικρός μύθος και ταυτόχρονα ένα σύντομο θεατρικό έργο.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Ο Τσέστερτον έχει γράψει μια λεπτότατη παρωδία αστυνομικών μυθιστορημάτων κι όχι καθαυτό αστυνομικά μυθιστορήματα. […] Γι’ αυτό παρατηρείται μια διαφορά ύφους μεταξύ του περιεχομένου, δηλαδή της αστυνομικής πλοκής, και της μορφής και συνεπώς μια λεπτή ειρωνεία προς το πραγματευόμενο θέμα, που κάνει τα διηγήματα αυτά πιο νόστιμα.

Αντόνιο Γκράμσι

Κανένας άλλος συγγραφέας του 20ού αιώνα δεν έσκυψε όσο ο Τσέστερτον πάνω στο ψυχικό χάσμα που αφήνει στον άνθρωπο η ιδεολογία της Προόδου.

Λάκης Προγκίδης

Ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον (1874-1936) γεννήθηκε στο Λονδίνο και πέθανε στο Beaconsfield του Μπάκινχαμσαϊρ. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος Όμως τούτος ο «άνθρωπος κολοσσιαίας ευφυίας» (κατά τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σω) σταδιοδρόμησε τελικά ως λογοτέχνης, φιλόσοφος, θεολόγος και κριτικός της τέχνης και της λογοτεχνίας. Πολυγραφότατος συγγραφέας, ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, πολιτικό και θεολογικό δοκίμιο, λογοτεχνική κριτική), πάντοτε με έντονη κριτική διάθεση και αγάπη για το παράδοξο. Ιδιάζων στοχαστής, θεωρούσε εαυτόν «ορθόδοξο» χριστιανό κι έτσι μεταστράφηκε από τον Αγγλικανισμό στον Καθολικισμό, συντάσσοντας δοκίμια θεολογικής απολογητικής· ταυτόχρονα όμως, υπήρξε κι «αιρετικός»: λάτρης του χιούμορ αλλά και της διαλεκτικής, έτεινε πάντοτε ν’ αμφισβητεί τις παραδεδομένες ιδέες και ν’ ασκεί –κατά το παράδειγμα του Πατέρα Μπράουν– ορθολογική κριτική σε ό,τι θεωρούσε ως πλάνες κι αυταπάτες. Εκτός από τους πέντε τόμους αστυνομικών ιστοριών με ήρωα τον Πατέρα Μπράουν (Η αθωότητα του πατρός Μπράουν [1911], Αθήνα, Γνώση 1990·  The Wisdom of Father Brown, 1914· Η δυσπιστία του πατρός Μπράουν, 1926· The Secret of Father Brown, 1927· Το σκάνδαλο του πατρός Μπράουν [1935], Αθήνα, Γράμματα, 1986), κυριότερα έργα του είναι Ο Ναπολέων του Νότινγκ Χιλ (1904 – Αθήνα, Κατάρτι, 2008), Ο άνθρωπος που λεγόταν Πέμπτη (1908 – Αθήνα, Public Βιβλιοθήκη, 2018), η μελέτη του για τον Ντίκενς (Charles Dickens: A Critical Study, 1906), τα φιλοσοφικά και θεολογικά του δοκίμια, Orthodoxy (1908) και  The Everlasting Man (1925), όπως κι η μονογραφία του για τον Θωμά Ακινάτη, Ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης (1933 – Αθήνα, Ηρόδοτος, 2018).

Η αναστοχαστική λειτουργία του Οσβαλντ Σπένγκλερ

(Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 29/11/2019)

Αναμφίβολα ο Οσβαλντ Σπένγκλερ στην «Παρακμή της Δύσης» είναι ένας στρυφνός στοχαστής(1). Στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος και η τεχνική», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μάγμα(2), ο στοχαστής συνδέει την επικράτηση της βιομηχανικής τεχνικής με τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου ενάντια στη φύση και στο ίδιο του το πνεύμα. Ετσι, υπό μία έννοια, ενισχύει τη γενική του υπόθεση περί της παρακμής του δυτικού πολιτισμού.

Εδώ ο Σπένγκλερ καταφέρνει να τροφοδοτήσει τη νόηση(2) με ιδέες που για κάποιους –ενδεχομένως αρκετούς– ο σύγχρονος προοδευτικός και οπτιμιστής άνθρωπος οφείλει να αποβάλει ως παρωχημένες και «συντηρητικές» ή ως ιδεολογικά εμπόδια στη γραμμική –πάντως οπωσδήποτε ανοδική– πορεία της Προόδου. Κατά τη γνώμη μας, ο λόγος του Γερμανού, παρότι δύσπεπτος, καθίσταται ιδιαζόντως επίκαιρος και επιτελεί μια κριτική λειτουργία (αναστοχαστική)(3) που μας καλεί να εξετάσουμε με έναν περισσότερο μακροσκοπικό τρόπο πληθώρα νοημάτων, αντινομιών και βεβαιοτήτων.

Για τον Σπένγκλερ «η ιστορία είναι πολεμική ιστορία»(4), διότι ο άνθρωπος είναι αρπακτικό· και από τις αλληλοσυγκρούσεις των αρπακτικών γεννιέται ο Πόλεμος. Επομένως, ο Νόμος συνιστά απλά τέκνο της Ηττας: όταν ο ηττημένος εκμηδενιστεί, τότε, ανίσχυρος πλέον, αποδέχεται το δίκαιο του νικητή (ισχυρού), και αυτή η αποδοχή παγιώνει την κατάσταση Ειρήνης. Ως λογική επέκταση των παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι «η πολιτική δεν είναι παρά μια προσωρινή αντικατάσταση του πολέμου από έναν αγώνα με πιο εκλεπτυσμένα όπλα»(5).

Αυτό διαρκεί μέχρι να εξαντληθεί η διπλωματία (ο «πολιτικός» τρόπος επίλυσης) και να φουντώσει και πάλι ο πόλεμος, ώστε να προκύψουν νέες γενιές κατατροπωμένων που θα αποδεχτούν καινούργιους όρους υποταγής, νέα δικαιικά συστήματα (νόμους). Μάλιστα, «οι τεχνικές της διακυβέρνησης του πολέμου και της διπλωματίας έχουν την ίδια ρίζα και διαχρονικά μοιράζονται μια βαθιά εσωτερική συγγένεια. […] Υπάρχουν λαοί με ισχυρό φυλετικό στοιχείο […] ληστρικοί, κατακτητικοί, κυριαρχικοί, λάτρεις της μάχης ενάντια στον άνθρωπο, οι οποίοι αφήνουν την οικονομική μάχη απέναντι στη φύση σε άλλους λαούς, προκειμένου να τους λεηλατούν και να τους υποτάσσουν»(6).

Για τον Γερμανό φιλόσοφο, ο τεχνικός πολιτισμός παγίδεψε τον άνθρωπο σε ένα κλουβί αιχμαλωτίζοντας την ελεύθερη (αρπακτική) ψυχή του: ο δημιουργός κατέληξε σκλάβος της δημιουργίας του. Από αυτή την αιχμαλωσία ξεκινά ο ατομικισμός ως αντίθεση στην ψυχολογία των «μαζών», πράγμα που οδηγεί σε τάσεις εξέγερσης ώστε να αποφευχθεί η ψυχική και πνευματική ισοπέδωση στην οποία οδηγεί η αύξηση των πληθυσμών.

Σήμερα στη Δύση διανύουμε μια σχετικά μακρά ιστορική περίοδο αδιάλειπτης ειρήνης – σχεδόν έναν αιώνα χωρίς παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο, ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος μας φαίνεται να εισέρχεται σε μια φάση αναταραχών, κρίσεων και ανησυχητικών γεωπολιτικών εξελίξεων. Ο 21ος αιώνας παρουσιάζει μηδενιστικές τάσεις, ενώ ο πολιτισμός μας δείχνει σημάδια παρακμής.

Τα προβλήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δυτικές κοινωνίες πληθαίνουν και διογκώνονται (μετανάστευση, ανεργία, τρομοκρατία, ισλαμισμός, ρύπανση, οικολογικά και ενεργειακά θέματα, ζητήματα βιοηθικής κ.ά.). Υπό αυτό το πρίσμα, οι σκέψεις του Σπένγκλερ, παρότι ακούγονται πεσιμιστικές ή ακόμη και αντιδραστικές, συνιστούν μια πλούσια παρακαταθήκη: όχι, ασφαλώς, για να εμπνευστούμε από την βαθιά αντιδημοκρατικότητα του Γερμανού στοχαστή, ούτε για να προβλέψουμε τη μελλοντική πορεία του εκάστοτε λαού· είναι πολύτιμες διότι μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε το παρόν και να εξετάσουμε, με πραγματισμό και όσο το δυνατόν πιο συνολικά, τις συνέπειες της πορείας που ακολουθεί ο σύγχρονος άνθρωπος.

Μια πορεία που βασίζεται στη λογική του πολιτικά αδιάφορου ευδαιμονισμού, της κατανάλωσης υλικών αγαθών, του ακτιβιστικού φεστιβισμού, των πολιτικών ψευδο-διπόλων (όπως Αριστερά και Δεξιά), του γενικευμένου κομφορμισμού και κυρίως της υποταγής (θρησκευτικού/λατρευτικού τύπου) στην τεχνολογία και στην τεχνοεπιστήμη, δείχνει να ταυτίζεται με την παθητική αποδοχή ενός πεπρωμένου και να επιβεβαιώνει τη θεωρία περί «προγραμματισμένης» θνησιγένειας όλων των μορφών πολιτισμού.

Ομως η σπενγκλερική υπόθεση του αναπόδραστου και «σκοτεινού» ανθρώπινου πεπρωμένου μπορεί να γίνει πρόκληση δημοκρατικής αναγέννησης κατά της παρακμής. Είναι ίσως δευτερεύον να εξεταστεί η ακρίβεια τούτης της γερμανικής «ρομαντικής προφητείας». Αντιθέτως, αυτό που προέχει είναι να διερευνήσουμε τα περιθώρια μιας αναθεωρητικής βελτίωσης της ζωής και τις δυνατότητες που θα μπορούσαν να προσδώσουν στον σύγχρονο άνθρωπο η δημοκρατία και η ανθρωποκεντρική κοσμοθεώρηση που μας συγκληροδότησαν τα σπουδαία παραδείγματα της δημοκρατικής Αρχαίας Ελλάδας. Ολα αυτά μας καλεί σήμερα να εξετάσουμε με το σημαντικό έργο του ο Γερμανός στοχαστής, έστω άθελά του!

* Αρθρογραφεί στο respublica.gr

1. Οσβ. Σπένγκλερ, «Η παρακμή της Δύσης», μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα, Τυπωθήτω, 2003.
2. Σύμφωνα με τη Χάνα Αρεντ, στο «The Life of the Mind», η σκέψη (thinking) παράγεται μέσω της μνήμης, δηλαδή μέσω των ικανοτήτων του ανθρώπινου μυαλού να συσσωρεύει πληροφορίες, τις οποίες καλείται να επεξεργαστεί (νόησις) ώστε να οδηγηθεί στη δικαιοκρισία (judgment).
3. Για τον Immanuel Kant (στην «Κριτική της κριτικής δύναμης») η αναστοχαστική κριτική δύναμη έχει ως έργο να αναζητεί το καθολικό, όταν το επιμέρους και το ειδικό είναι (ή θεωρούνται) δεδομένα.
4. Οσβ. Σπένγκλερ, «Ο Ανθρωπος…», ό.π., σ. 70.
5. ό.π.
6. ό.π., σ. 70–71.

Το χέρι και η ομιλία στη σκέψη του Όσβαλντ Σπένγκλερ

Των Μιχάλη Θεοδοσιάδη και Γιώργου Κουτσαντώνη (respublica.gr)

«Το πράττειν του σκεπτόμενου χεριού ονομάζεται πράξη. Δραστηριότητα αναπτύσσουν και τα ζώα· όμως μονάχα ο άνθρωπος πράττει. Τίποτα δεν αποκαλύπτει τόσο καθαρά αυτήν τη διαφορά, όσο το άναμμα της φωτιάς. Όπως και πολλά άλλα ζώα, ο άνθρωπος βλέπει πως γεννιέται η φωτιά: αιτία και αποτέλεσμα. Αλλά μόνον ο άνθρωπος επινοεί μια διαδικασία προκειμένου να την παραγάγει: σκοπός και μέσο. Καμία άλλη πράξη δεν δίνει τόσο έντονα την εντύπωση της δημιουργικότητας»[1]

Το χέρι και το εργαλείο

Στη σκέψη του Γερμανού στοχαστή, Ο. Σπένγκλερ, όπως μας αποκαλύπτεται στο magnum opus του[2] κεντρικό ρόλο διαδραματίζει ο προμηθεϊκός αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην Φύση. Πότε όμως ξεκινάει αυτός ο αγώνας; Για τον Σπένγκλερ ο αγώνας ξεκινάει ταυτόχρονα με την εμφάνιση του ανθρώπου, ως εφευρετικού αρπακτικού, στη γη. Η πρώτη περίοδος αυτού του μακρόχρονου αγώνα ταυτίζεται με το ανθρώπινο χέρι. Το χέρι είναι το υπέρτατο όπλο και το επίπεδο ταύτισής του με τον άνθρωπο είναι απόλυτο: o άνθρωπος καθίσταται αυτό που είναι μέσω της γένεσης του χεριού.

Τι είναι όμως το χέρι; Το χέρι είναι ένα συναρπαστικό όργανο και αυτό μπορεί να το αντιληφθεί καθένας από εμάς, η γνώση δε της εκλεπτυσμένης ανατομίας του το κάνει ακόμη πιο εκπληκτικό. Διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες ως αισθητήριο, καθώς είναι σε θέση να διακρίνει από ισχυρές δονήσεις μέχρι ένα ανεπαίσθητο αεράκι, το ψυχρό και το θερμό (και τις ενδιάμεσες καταστάσεις) το υγρό και το στερεό (και το ιξώδες των ρευστών), το βάρος, το σχήμα, την υφή, τη σύσταση και την πυκνότητα των πραγμάτων, τα μεγέθη κ.ά. Μπορεί επίσης να αισθανθεί την πίεση (σε όλες τις ανθρωπίνως αντιληπτές βαθμίδες της), να αισθανθεί τον πόνο και να καλέσει την ενστικτώδη (αντανακλαστική) απώθηση από τον κίνδυνο και καθετί το βλαπτικό. Όμως το χέρι διαθέτει και μια «μηχανική», κινητική ιδιαιτερότητα, που σωστότερα θα έπρεπε να ονομαστεί μοναδικότητα στο ζωικό βασίλειο: διαθέτει τον αντίχειρα. Ο αντίχειρας και πιο συγκεκριμένα οι κινήσεις προσαγωγής και απαγωγής του σε σχέση με τον άξονα που ορίζει η παλάμη μας[3], είναι ικανότητες αποκλειστικές του ανθρώπου, διότι δεν εμφανίζονται σε κανένα άλλο, γνωστό σε εμάς, ζώντα οργανισμό επί της γης. Πρέπει να εξηγηθεί αυτή η μοναδική ικανότητα, γιατί κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι, έστω έναν υποτυπώδη αντίχειρα διαθέτει λ.χ. και ο χιμπαντζής. Στην πραγματικότητα ζώα όπως οι χιμπαντζήδες και οι πίθηκοι διαθέτουν δάκτυλο που όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντίχειρας, για τουλάχιστον τρεις κατηγορίες εξηγήσεων: α) γιατί η κινητικότητα του δακτύλου αυτού είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σχέση με τον ανθρώπινο αντίχειρα β) γιατί ο έλεγχος του ανθρώπινου αντίχειρα από τον εγκέφαλο, δηλαδή η «σύζευξη»[4] των μυών που τον κινούν με λεγόμενα κινητικά κέντρα του εγκεφάλου είναι στο άνθρωπο μοναδική, σε επίπεδο λεπτότητας και ακρίβειας κινήσεων και κυρίως γ) γιατί υπάρχει ανάμεσα στο «όργανο» (χέρι) και τον εγκέφαλο ένας υψηλότατος βαθμός αλληλεπίδρασης. Πράγματι, το χέρι, εκτός από ένα ραφινάτο αισθητήριο που παρέχει πληθώρα πληροφοριών στον εγκέφαλο, διαθέτει την μοναδική ικανότητα «εκμάθησης» μιας σχεδόν απεριόριστης αλληλουχίας κινήσεων και συνδυασμών κινήσεων – δεδομένου ότι τα χέρια είναι δυο. Είναι επομένως ικανό να εκτελεί εξαιρετικά σύνθετες εργασίες οι οποίες μπορούν να επαναληφθούν (κινητική μνήμη) και να «τυποποιηθούν» ώστε να κατασκευάσουν αντικείμενα, εργαλεία και όργανα μέτρησης, όπως π.χ. ένα αυτόματο ρολόι χειρός του οποίου η λεπτότατη μηχανολογία ακριβείας συνεχίζει να μας εκπλήσσει, ακόμη και σήμερα στην εποχή της ψηφιακή επικυριαρχίας.

Στο σημείο αυτό, προκύπτουν δυο ερωτήματα που δεν περιλαμβάνουν το αν είμαστε, ως προς το χέρι μας, μοναδικοί, αυτό είναι βέβαιο, τα ερωτήματα είναι άλλα: α) πότε εμφανίστηκε ο αντίχειρας στον άνθρωπο; Ή αλλιώς, κατά τον Σπένγκλερ, πότε εμφανίστηκε ο άνθρωπος και β) αυτό το ικανό χέρι όπλο εμφανίστηκε ταυτόχρονα (εξαίφνης) με τον άνθρωπο ή είναι προϊόν μιας, δαρβινικά νοούμενης, εξελικτικής (άρα σταδιακής) διαδικασίας;

Θα πρέπει να τονίσουμε εξ αρχής ότι πάνω σε αυτά τα ερωτήματα δεν γνωρίζουμε τις απαντήσεις, ούτε έχουμε επιλέξει κάποιο στρατόπεδο. Αντιθέτως θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη θέση του Σπένγκλερ[5] που θεωρεί ότι όχι μόνο το χέρι, αλλά και η όρθια βάδιση, η στάση του κεφαλιού και ούτω καθεξής εμφανίζονται στον άνθρωπο μαζί και εξαίφνης, δεν είναι επομένως αποτελέσματα της εξέλιξης των ειδών όπως την περιέγραψε ο Δαρβίνος.

«[Σ]ε σύγκριση με τον ρυθμό των κοσμικών κινήσε­ων το χέρι πρέπει να γεννήθηκε εξαίφνης, απότομα όπως μια αστραπή, ένας σεισμός, όπως καθετί με αποφασιστική συμβολή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όπως καθετί που εγκαινιάζει μια κοσμοϊστορική εποχή με τη ριζικότερη σημασία του όρου. Πρέπει και εδώ να απαλλαγούμε από τις αντιλήψεις του προηγούμενου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα από την έννοια της «εξέ­λιξης», όπως αυτή διαμορφώθηκε με βάση τις γεωλο­γικές έρευνες του Λάιελ (Charles Lyell). Τούτη η αργή, φλεγματική μεταβολή αντιστοιχεί στην αγγλική ψυ­χοσύνθεση, όχι στη φύση. Δεδομένου ότι μια τέτοια μεταβολή δεν αντιστοιχούσε σε μετρήσιμα χρονικά διαστήματα, οι υποστηριχτές της θεωρίας της «εξέλι­ξης» έπρεπε να κάνουν λόγο για εκατομμύρια χρόνια. Ωστόσο δεν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κανένα γεωλογικό στρώμα, αν δεν χωρίζονταν μεταξύ τους μέσω καταστροφών άγνωστης μορφής και προέλευ­σης· κανένα είδος απολιθωμένου ζώου, αν δεν εμφα­νιζόταν εξαίφνης και δεν διατηρούνταν αμετάβλητο μέχρι την εξάλειψή του. Για τους «προγόνους» του ανθρώπου δεν γνωρίζουμε τίποτα, σε πείσμα όλων των ερευνών και των ανατομικών συγκρίσεων. Αφό­του εμφανίζονται ανθρώπινοι σκελετοί, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Άλλωστε μπορεί κα­νείς να διακρίνει τον «Νεάντερνταλ» σε κάθε συνάθροιση ατόμων. Είναι επίσης απολύτως αδύνατο να είχαν αναπτυχθεί διαδοχικά και χωριστά το χέρι, η όρθια βάδιση, η στάση του κεφαλιού και ούτω κα­θεξής. Όλα αυτά εμφανίζονται μαζί και εξαίφνης[6]. Η παγκόσμια ιστορία προχωρά από καταστροφή σε καταστροφή, είτε μπορούμε να τη συλλάβουμε και να τη θεμελιώσουμε, είτε όχι. Από τον Ούγκο ντε Βρις και μετά η διαδικασία αυτή ονομάζεται μετάλλαξη. Έχουμε να κάνουμε με μια εσωτερική αλλαγή που κα­ταλαμβάνει εξαίφνης όλους τους εκπροσώπους ενός είδους, και αυτό, όπως καθετί στην πραγματικότητα, συμβαίνει δίχως προφανή «αιτία». Πρόκειται για τον κρυφό ρυθμό του πραγματικού».

Επομένως τα δύο βασικά επιχειρήματα του Σπένγκλερ είναι πρώτον ότι οι ανθρώπινοι σκελετοί, που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, στην ουσία δεν έχουν αλλάξει και δεύτερον ότι μόνο το ήδη διαμορφωμένο όπλο (χέρι) θα μπορούσε να συνιστά προτέρημα στον αγώνα για επιβίωση καθώς διαφορετικά η μακρόχρονη διαδικασία εξέλιξής του θα αποτελούσε ένα άχρηστο βάρος. Η πρώτη θέση μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη και αρκετά ισχυρή, νομίζουμε όμως ότι δεν ισχύει το ίδιο και για τη δεύτερη. Αυτό γιατί θα μπορούσε κανείς να πει ότι ακριβώς αυτή η συνεχής και μακρόχρονη διαδικασία προσαρμογής -στα πλαίσια του ενός αρχέγονου αγώνα για επιβίωση- είναι που άλλαξε το χέρι σταδιακά και το έκρινε ως νικηφόρο στην κούρσα. Γιατί επομένως οι εκλεπτυσμένες λειτουργίες του ανθρώπινου χεριού να μην είναι αποτελέσματα αδιάκοπων δοκιμασιών, αποτυχιών και επιτυχιών στον αέναο ανταγωνισμό με τα άλλα είδη, αλλά και στην αναμέτρηση με τη Φύση; Κατά τη γνώμη μας η δαρβινική θεωρία ασφαλώς και πάσχει, ίσως ακόμη και από αντιεπιστημονισμό[7] -που στην εποχή του Δαρβίνου μπορεί να ήταν αποδεκτός- όμως και η αντίληψη του Σπένγκλερ – ειδικά αν τη δούμε σε ευθεία αντιπαράθεση (βιολογική/βιοχημική/μοριακή) με τη Δαρβινική θεωρία – παρουσιάζει και αυτή σοβαρές αδυναμίες. Επίσης η αναφορά του Γερμανού στοχαστή στη φλεγματική αγγλική ψυχοσύνθεση, ασφαλώς δεν αποτελεί επιστημονικό επιχείρημα, περισσότερο είναι μια λογοτεχνίζουσα «κακιούλα». Αντιθέτως η φιλοσοφική προσέγγιση του Γερμανού είναι ενδιαφέρουσα και σε αυτή θα επικεντρωθούμε στη συνέχεια.

Αυτό που διαχωρίζει το χέρι από το όπλο, λέει ο Σπένγκλερ, είναι η τεχνική διαδικασία: «[α]φενός στην παραγωγή του όπλου, αφετέρου στη χρήση του. Όπως υπάρχει μια τεχνική για την κατασκευή του βιολιού υπάρχει και μια τεχνική για το παίξιμο του βιολιού. Αυτή η ανωτερότητα του ανθρώπου να επιλέγει και να κατασκευάζει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα και τις ανάγκες τα όπλα του και τα εργαλεία του, συνιστά την απελευθέρωση από τον καταναγκασμό του είδους. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος αρπακτικό αποκτά την «νόηση του χεριού» που είναι διαφορετική από τη «νόηση του ματιού». Διότι από το μάτι αναπτύχθηκε η θεωρητική, παρατηρούσα, ενατενιστική νόηση, ο «αναστοχασμός», η «σοφία», ενώ από το χέρι αναπτύσσεται η πρακτική, η δραστήρια νόηση, η πονηριά, η πραγματική «ευφυία».

Όμως ο Γερμανός προχωράει τη σκέψη του ακόμη και λέει ότι: «[κ]άπως έτσι γεννήθηκαν οι δύο πολύ διαφορετικοί τρόποι σκέψης: αφενός του ανθρώπου-της αλήθειας, δηλαδή του ιερέα, του λόγι­ου, του φιλοσόφου, αφετέρου του ανθρώπου των γε­γονότων, δηλαδή του πολιτικού, του στρατηγού, του εμπόρου. Έκτοτε το χέρι που διατάζει, που καθοδηγεί, που σφίγγεται σε γροθιά, αποτελεί έκφραση μια βούλησης. Από εδώ προέρχονται η γραφολογία και η χειρομαντεία, οι γλωσσικές διατυπώσεις για το βαρύ χέρι του κατακτητή, το καλότυχο χέρι ενός επιχειρη­ματία, αλλά και τα ψυχικά γνωρίσματα του χεριού του εγκληματία και του καλλιτέχνη. Με τη συνδρομή του χεριού, του όπλου και της προσωπικής νόησης ο άνθρωπος καθίσταται πλέον ον δημιουργικό. Όλα όσα πράττουν τα ζώα παραμέ­νουν στο πλαίσιο της πράξης του είδους χωρίς να εμπλουτίζουν τη ζωή τους. Αντιθέτως ο άνθρωπος, ως δημιουργικό ον, έχει χτίσει πάνω στον κόσμο ένα βασίλειο εφευρετικής σκέψης και πράξης, το οποίο του δίνει το δικαίωμα να αποκαλεί τη δική του σύ­ντομη ιστορία «παγκόσμια ιστορία» και να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του ως την «ανθρωπότητα» με όλη την υπόλοιπη φύση ως απλό υπόβαθρο, αντι­κείμενο και μέσο».

Η ομιλία και το εγχείρημα

Με βάση πάλι τον Spengler, «[κ]άθε ομιλία είναι πρακτικής φύσης και προέρχεται από τη «νόηση του χεριού»[8]. Η γλώσσα αποτελεί το κατεξοχήν εργαλείο για τη σχεδίαση «συλλογικών πράξεων», δηλαδή εγχειρημάτων[9]. Πιο συγκεκριμένα, ο κόσμος που αναδύεται μετά τη Λίθινή και Νεολιθική εποχή, χαρακτηρίζεται από «μπερδεμένες και πολύπλοκες συνάφειες», δηλαδή από υλικοτεχνικές κατασκευές[10]. Ο ψυχικός μετασχηματισμός που οδηγεί σε αυτά τα εγχειρήματα δεν είναι άλλος παρά ο έναρθρος λόγος. Με άλλα λόγια, για τον Spengler η ομιλία, ιδίως στην πρωταρχική της μορφή, αυτό το μέσο δηλαδή μετάδοσης πληροφοριών[11], δεν έχει παρά εργαλειακό χαρακτήρα. Επιπλέον, απώτερος στόχος της γλώσσας δεν είναι να εκφράσει κάποια κρίση, ή απόφανση, αλλά να επιβάλει διαταγές και να καθυποτάξει· οι αρχικές προτάσεις απευθύνονται σε άλλα άτομα στην προστακτική: ««Κάνε αυτό!», «Έτοιμος;», «Ναι», «Ξεκίνα!»[12].

Όπως φαίνεται η σκέψη του Spengler, στο πόνημά του για τη τεχνική, δεν επιθυμεί καν να εστιάσει την προσοχή της στην ομιλία ως μέσο πειθούς, πράγμα που αποτελεί δημιούργημα του δημοκρατικού κόσμου, δηλαδή του αρχαίου Ελληνικού και του Ρωμαϊκού (με βάση τις πηγές που μέχρι τώρα σώζονται). Ο εργαλειακός λόγος δεν είναι παρά η γλώσσα που αποσκοπεί σε αυτό που η Hannah Arendt[13] αποκαλούσε σχέση προσταγής, δηλαδή command/obedience. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι η σκέψη του Γερμανού στοχαστή δεν μπορεί να έχει καμία συμβολή σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε δημοκρατική αναγέννηση, παρότι ο ίδιος υπήρξε αυστηρά ολιγαρχικός ως προς τις πολιτικές και φιλοσοφικές του προτιμήσεις. Ποιες λοιπόν είναι οι «πρακτικές συνέπειες», όπως θα έλεγε ο William James[14] αυτής της φιλοσοφίας; Για τον Σπένγκλερ, ήταν ο εργαλειακός λόγος που οδήγησε στην ανάπτυξη της τεχνικής. Αν όμως η τεχνική αποτελεί βάση του σημερινού αναπτυγμένου κόσμου, και αν ο εργαλειακός λόγος (όπως είδαμε και παραπάνω) οδηγεί στην ανάπτυξη σχέσεων υποταγής και διαταγής (και όχι πειθούς ισοπολιτείας και διαβούλευσης), τότε ο σύγχρονος αναπτυγμένος τεχνολογικός κόσμος αδυνατεί να παράξει λόγο διαβουλευτικό και ισοπολιτικό. Προκειμένου να κατανοήσουμε τούτο το αξίωμα, ας στραφούμε ξανά στην Arendt και ιδίως στο The Life of The Mind. Στο έργο αυτό η Arendt διαχωρίζει την σκέψη (thinking) από τη βούληση (willing) και την κρίση (judgment) (αλλιώς, δικαιοκρισία ή ορθοκρισία). Η σκέψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δικαιοκρισία. Η σκέψη, πιο συγκεκριμένα, βασίζεται στη μνήμη, στην ικανότητα, δηλαδή, του ανθρώπινου εγκεφάλου να αποθηκεύει οπτικά ή ακουστικά αντικείμενα (objects) που εξαφανίζονται από την όραση ή την ακοή ή την όσφρησή μας. Η σκέψη, για την ίδια, δεν είναι παρά αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλούσε, ένας σιωπηλός διάλογος με τον εαυτό μας. Κατ‘ αυτόν τον τρόπο, η σκέψη καλλιεργεί τη νόηση, η οποία ανοίγει οδούς προς τη δικαιοκρισία. Ως εκ τούτου, η δικαιοκρισία δεν είναι παρά ένα υποπροϊόν της σκέψης (thnking). Με βάση την ερμηνεία που αποδίδει ο Robert Fine[15] στην Arendt, η βούληση (willing) εκφράζει και ταυτίζεται με τη Νιτσεϊκή βούληση για επιβολή. Ταυτίζεται με αυτό που ο Spegnler διαπιστώνει στον «αρπακτικό άνθρωπο» την τάση για «ανωτερότητα … πολύ πέρα από τα όρια της σωματικής δύναμης»[16], μια βούληση που επιτυγχάνεται μέσω της τεχνικής. Η βούληση, με άλλα λόγια, παραπέμπει στην αλαζονεία αλλά και στα εργαλειακά μέσα με τα οποία επιδιώκει κανείς να την φέρει εις πέρας. Αντίθετα, στη σκέψη της Arendt η γλώσσα στο πολιτικό πεδίο είναι αντικείμενο διαβούλευσης, και αποσκοπεί όχι στην επιβολή δίχως όρια (παρότι μπορεί να οδηγήσει και σε τέτοια μέσα) αλλά κυρίως στην πειθώ[17] και πάνω απ’ όλα στην ποικιλομορφία (plurality) των γνωμών που εκφράζονται (Δόξα)· όσες περισσότερες γνώμες ακούγονται και συγκρούονται μεταξύ τους, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποκαλυφθούν πτυχές μιας πραγματικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αγωνιστικός λόγος της Arendt βοηθά ένα πολιτικό σώμα να αναπτύξει νόηση και ορθοκρισία, παρότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σε κάθε περίπτωση.

Επίλογος

Η «νόηση του ματιού», η «νόηση του χεριού» και στην συνέχεια, όπως είδαμε, η ομιλία και το εγχείρημα είναι όλα καθοριστικά για την πορεία του ανθρώπου. Καθοριστικά για τη στάση του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και απέναντι στη φύση. Οι ξεχωριστές αυτές ικανότητες διαμορφώνουν και έναν ανθρώπινο χαρακτήρα ο οποίος, καί διαμέσου της τεχνικής, διακρίνεται από την τάση για επιβολή και κυριαρχία, αλλά και από βουλιμία και αλαζονεία. Ωστόσο τα ανθρώπινα αυτά διακριτικά στοιχεία, που ορισμένα συνάδουν με φύση αρπακτική, αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε καθ’ ολοκληρία και με σαφήνεια τα «πώς» και τα «γιατί» της διαμόρφωσής τους, είναι απολύτως βέβαιο πως δεν είναι τα μόνα. Στη ρότα μέσα στο χρόνο φάνηκαν και άλλοι χαρακτήρες, άλλοι ανθρωπολογικοί τύποι, που υπάρχουν και πράττουν με τρόπους πολύ διαφορετικούς από εκείνους του αρπακτικού, βουλιμικού, κυριαρχικού ανθρώπου. Διότι το χέρι διαθέτει καί την «νόηση του χαδιού», η ομιλία τη «σοφία της πειθούς», τα μάτια τη «μνήμη της αλήθειας» – ο άνθρωπος διαθέτει την τεράστια ισχύ της κατανόησης, της συμπόνιας, της αυτοθυσίας και κυρίως της συγχώρεσης. Από την στιγμή όπου έχουν υπάρξει και υπάρχουν τόσο πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης είναι ζήτημα δευτερεύον, «τεχνικό» ή ακόμη και αδιάφορο, αν όλες τους καθορίζονται από (και σχετίζονται με) την αρπακτικότητα και τη δεινότητα του ανθρώπου ή με κάτι άλλο.


[1] Απόσπασμα από το Κεφ.5 του βιβλίου: Όσβαλντ Σπένγκλερ, Ο άνθρωπος και η τεχνική – Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ζωής, Αθήνα, εκδ. μάγμα, 2019.

[2] Oswald Spengler, Η Παρακμή της Δύσης, Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας, 1ος Τόμος, Μορφή και πραγματικότητα, εκδ. Τυπωθήτω – Δαρδανός, Αθήνα 2004.

[3] Η κίνηση του αντίχειρα είναι η πλέον πολυαξονική κίνηση του ανθρώπινου σώματος, μάλιστα ο μεγάλος αυτός βαθμός ελευθερίας καθιστά την άρθρωσή του (καρπομετακάρπια) επιρρεπή στη φθορά, κυρίως υπό τη μορφή της αρθρίτιδας.

[4] Στη φυσιολογία αυτή η σύζευξη ονομάζεται νευροµυϊκή σύναψη. Οι μυϊκές ομάδες του χεριού συνδέονται με τον κινητικό φλοιό και ενδιάμεσες εγκεφαλικές περιοχές ελέγχου και εντολών. Αυτές οι συνάψεις καθορίζουν και τις λεπτές κινήσεις ακριβείας του χεριού.

[5] Τις θέσεις του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών γενικά μπορεί να τις μελετήσει κανείς σχετικά εύκολα, ακόμη και από το διαδίκτυο.

[6] Ο Σπένγκλερ υποστηρίζει ότι αυτό ισχύει για την «εξέλιξη» γενικά! Οι Δαρβινικοί ισχυρίζονται ότι η κατοχή αυτών των εξαιρετικών όπλων έχει ευνοήσει και διατηρήσει το είδος στον αγώνα για επιβίωση. Αλλά μόνον το ήδη διαμορφωμένο όπλο θα συνιστούσε προτέρημα: το όπλο που συλλαμβάνεται εν εξελίξει —και αυτή η εξέλιξη πιθανότατα έχει διαρκέσει χιλιετίες— είναι ένα άχρηστο βάρος που θα έπρεπε να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Πώς μπορεί να φανταστεί κανείς την αφετηρία μιας τέτοιας εξέλιξης; Είναι αρκετά βλακώδες να πιστεύει ότι μπορεί να διεισδύσει στα μυστικά του κόσμου κυνηγώντας αιτίες και αποτελέσματα, καθώς, σε τελική ανάλυση πρόκειται για μορφές της ανθρώπινης νόησης και όχι του παγκόσμιου γίγνεσθαι.

[7] Αρκετά από τα πειράματα που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα, για να στηρίξουν τη δαρβινική θεωρία, έχουν γίνει άκριτα αποδεκτά από τους περισσότερους επιστήμονες υποστηρικτές της θεωρίας της εξέλιξης χωρίς να επαληθευτεί ή να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία τους. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα απολιθώματα δεν μας επιτρέπουν να βγάζουμε σαφή συμπεράσματα σχετικά με την εξέλιξη των ειδών. Μια άγνωστη σε πολλούς αλήθεια είναι ότι εξελικτισμός, μέχρι σήμερα, δεν βρήκε κάποια πραγματική εφαρμογή στον τομέα της ιατρικής. Κάποιοι επομένως αναρωτιόνται γιατί να μην είναι και ο Δαρβινισμός μια ακόμη ιδεολογία (όπως ο μαρξισμός) που παρουσιάστηκε ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια, αποδεκτή σχεδόν όπως μια θρησκευτική πίστη που δεν προϋποθέτει επιστημονικές αποδείξεις; Νομίζουμε ότι δεν έχει διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη θεωρία που θα καταφέρει να εξηγήσει, με τρόπο ολιστικό και περισσότερο πειστικό, την τεράστια πολυπλοκότητα του έμβιου κόσμου, εκτός των άλλων και σε μοριακό επίπεδο, χωρίς να περιορίζεται στις «τυχαίες μεταλλάξεις» που είναι η κεντρική υπόθεση του εξελικτισμού. Για περισσότερα δείτε: Wells Phd, Jonathan, The Politically Incorrect Guide to Darwin and Intelligent Design, Blackstone, 2006 και James Perloff, The Case against Darwin: Why the Evidence Should Be Examined, Refuge Books, 2002 και https://dissentfromdarwin.org/

[8] Είναι επίσης βέβαιο ότι μονάχα οι ενήλικες γνώριζαν να μιλούν με ευχέρεια, όπως και πολύ αργότερα να γράφουν.

[9] Spengler. O., ο.π, σ.62

[10] Spengler. O., ο.π, σ.57

[11] Βλ. σχετικά ΠτΔ, Β’, σσ. 140-195 («Λαοί, φυλές, γλώσσες»)

[12] Spengler. O., ο.π, σ.60. Έννοια είναι η διάταξη των πραγμάτων, των καταστάσεων, των δραστηριοτήτων σε τάξεις πρακτικής καθολικότητας. Ο κάτοχος αλόγων δεν λέει «άλογο», αλλά φοράδα ή πουλάρι, όπως ο κυνηγός δεν λέει «αγριόχοιρος» αλλά κάπρος, γουρούνα, γουρουνάκι.

[13] Βλ. Hannah Arendt, On Violence, New York, A Harvest Book, 1970. (σ.37, σ.47).

[14] Η μέθοδος του πραγματισμού, κατά τον William James (βλ. Pragmatism. Massachussets, Harvard University Press, 1978 και The Varieties of Religious Experience, US, Seven Treasures Publication, 2009), αφορά στο κατά πόσο μια ιδέα έχει θετικές συνέπειες για έναν σκοπό, και όχι τόσο στο αν η ίδια η ιδέα μπορεί να αποδειχθεί αληθής. Όπως αναφέρεται στο κατά Ματθαίον (7,20), «ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Με τη φράση αυτή ο James (βλ. Varieties, σ.375) αναζητά τους «καρπούς» της θρησκευτικής εμπειρίας στην ψυχολογία. Παρομοίως αναζητούμε τις πρακτικές συνέπειες και τη συμβολή που θα μπορούσε να έχει μια θεωρία σε μια άλλη, κατά πόσο δηλαδή θα μπορούσε η αντιδημοκρατική σκέψη του Σπένγκλερ να φωτίσει πτυχές μιας πραγματικότητας, την οποία αν αναλύσουμε διεξοδικά, θα μπορούσαμε να εξάγουμε συμπεράσματα χρήσιμα για την ανάδειξη των ρεπουμπλικανικών και δημοκρατικών ιδεών.

[15] Παρότι η δεύτερη ενότητα στο The Life Of The Mind, η ενότητα της βούλησης (willing), είναι λιγότερο μελετημένη σχέση με την πρώτη (thinking) όπως αναφέρει ο Robert Fine (Cosmopolitanism. London, Routledge. 2007. σσ.121-2), η Arendt (έστω και έμμεσα) την ταυτίζει με τη βούληση και την προθυμία για ανεξέλεγκτη κυριαρχία έναντι του διαλόγου και της διαβούλευσης (σ.123).

[16] Goethe, Φάουστ. Μια τραγωδία, μτφρ. Π. Μάρκαρης, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2005, σ. 173

[17] Κεντρικής σημασίας στο έργο της Arendt (ιδίως στο On Revolution, London, Penguin, 1990) είναι η έννοια της πειθούς, που τη συνδέει με την αρχαία Αθηναϊκή πόλις, έναντι του προ-πολιτικού καταναγκασμού, δηλαδή της επιβολής είτε μέσω της εργαλειακής γλώσσας είτε με μεθόδους σιδηράς πυγμής.