Λάκης Προγκίδης – Ο Φιλίπ Μυρέ στη χώρα του καλού

(Επίμετρο του βιβλίου “Αγαπητοί τζιχαντιστές…“)*

Αγαπητοί τζιχαντιστές… Δεν πρόκειται ούτε για λιβελογράφημα, ούτε για φάρσα, ούτε όμως και για κάποια από τις συχνές προκλήσεις με τις οποίες διασκεδάζουν τα τελευταία χρόνια οι μηντιακοί διανοούμενοι και το κοινό. Ούτε βέβαια για κάποιον από τους επιθετικούς λιβέλους που τόσο χαροποιούν τους μπλόγκερ και πυκνώνουν τις γραμμές των αιωνίως αισιόδοξων. Πρόκειται, αντίθετα, για ένα βιβλίο που κάνει έκκληση στην κοινή λογική. Αποτελεί έναν στοχασμό πάνω στον θάνατο του δυτικού μας πολιτισμού, τον οποίο προετοίμασε, προγραμμάτισε κι εκτέλεσε με πάσα λεπτομέρεια ένας άλλος πολιτισμός που όμως αποκαλείται κι αυτός «δυτικός». Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κάποιο λογοπαίγνιο. Ο Μυρέ μιλά για μια βρυκολακιασμένη Δύση. Μιλά για τον πολιτισμό που κατάφερε μέσα σε πενήντα χρόνια να αυτοκαταστραφεί, για έναν πολιτισμό που μπόρεσε να εξαντλήσει ολόκληρη τη ζωτική του δύναμη, που πέτυχε να αποξηράνει μέχρι και την τελευταία ικμάδα του στοιχείου που συγκροτούσε την ιδιοσυγκρασία του και στάθηκε έτσι ικανός να παρεκκλίνει απόλυτα από τις αξίες του, τουτέστιν από την «κριτική σκέψη, το πνεύμα της σύγκρουσης και την ικανότητα ν’ αφομοιώνουμε το Κακό και το δαιμονικό προκειμένου να τα κατανοούμε και να τα πολεμούμε».

Το γεγονός πως ένα δοκίμιο τόσο «καυτά» επίκαιρο -όπως συνήθως λέγεται- χρειάστηκε να περιμένει τόσα χρόνια πριν αρχίσει να μεταφράζεται σε γλώσσες πέραν των γαλλικών καταδεικνύει την ουσιώδη ανεπάρκεια των υπερπληροφορημένων, κατά τα άλλα, κοινωνιών μας. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης που πηγαινοέρχονται φρενιτιωδώς στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη με σκοπό την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την προώθηση της υπεράφθονης, πια, φιλολογίας που τα συνοδεύει, δείχνουν ελάχιστη ευαισθησία απέναντι στην πιο στοιχειώδη ανθρώπινη ικανότητα: τον στοχασμό. Κι εντούτοις, ο τελευταίος επιβιώνει ακόμη, όπως αποδεικνύει τούτο το βιβλίο. Αν θέλει, όμως, κανείς να επωφεληθεί από την ανάγνωσή του, θα πρέπει, την ώρα που το διαβάζει, να κλείσει τα αυτιά του στον μηντιακό θόρυβο και να προσηλωθεί στον τρόπο με τον οποίο βλέπει ο Μυρέ την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο πολιτισμός μας.

Το μόνο που μπορέσαμε -ή, πιο σωστά, το μόνο που θελήσαμε- να κρατήσουμε από αυτή την τρισχιλιετή ιστορία είναι η ταμπέλα της: «Δύση». Στην ανά χείρας ανοικτή επιστολή του ο Μυρέ εξηγεί τούτη τη διαβολική μεταμόρφωση, τούτη την άρνηση του ίδιου μας του εαυτού που δε μας επιβλήθηκε από κανέναν εξωτερικό εχθρό και καμία εχθρική δύναμη. Είναι αυτή η, κατά κάποιον τρόπο, μετα-δυτική Δύση που επεκτείνεται ανά τον πλανήτη και οδηγεί -διά πυρός και σιδήρου, αν χρειαστεί- ολόκληρη την ανθρωπότητα προς την παγκοσμιοποίηση. Όμως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, και πολύ σωστά, ότι, χωρίς τα πάλαι ποτέ εγγενή της γνωρίσματα και χωρίς τα πνευματικά της όπλα, η Δύση θα έπρεπε να βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου Καιρός ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, καιρός να δείτε κι εσείς την πραγματικότητα κατάματα, «αγαπητοί μας τζιχαντιστές»: αυτός που κατάφερε να πιει το ίδιο του το αίμα είναι ακατανίκητος. Τάδε έφη Φιλίπ Μυρέ.

Φυσικά το Αγαπητοί τζιχαντιστές… δεν είναι το μόνο βιβλίο του Μυρέ που παρέμενε μέχρι σήμερα αμετάφραστο. Το σύνολο του έργου του -μυθιστορηματικό, δοκιμιακό, ποιητικό και κριτικό- παραμένει ακόμη έγκλειστο εντός των γαλλικών συνόρων, περιμένοντας υπομονετικά πότε οι εκδότες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών (με τη γεωγραφική έννοια του όρου) χωρών θα θυμηθούν πως το επάγγελμά τους συνίσταται πρώτα και κύρια στο να εντοπίζουν και να διαδίδουν το έργο συγγραφέων αληθινά κι όχι μόνο κατ’ όνομα ανατρεπτικών, οι οποίοι αμφισβητούν την κυρίαρχη συναίνεση. Ο Φιλίπ Μυρέ αποτελεί μια ιδιάζουσα φωνή. Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που δε συμμετείχε συνειδητά στη μεγάλη -και δήθεν αναπόφευκτη- μασκαράτα της εμπορευματοποίησης της τέχνης και του πνεύματος που έλαβε χώρα στη Γαλλία, μετά το πέρας της λεγόμενης Χρυσής Τριακονταετίας (1945-1975). Αντιστάθηκε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 2006, στα θέλγητρα της μηντιακής ζωής -τηλεοπτικές εκπομπές, υπογραφή αυτογράφων, διοργάνωση εσπερίδων για την παρουσίαση των εκάστοτε καινούργιων βιβλίων ενός συγγραφέα και όλα τα καθέκαστα- και μόχθησε για να μη γράψει ποτέ έστω και την παραμικρή λέξη για την οποία να μην ήταν πεπεισμένος ότι θα συνέβαλλε κι αυτή στο γενικότερο συγγραφικό του εγχείρημα με στόχο την απομυθοποίηση του κόσμου μας, σε τούτη τη συνολική προσπάθεια του συγγραφέα να δει τις κοινωνίες μας με καθαρή ματιά.

Από το 1973, οπότε και εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα (με τίτλο Πολλαπλό άσμα [Chant pluriel]), μέχρι και το 2006, χρονιά κατά την οποία κυκλοφορεί το «λεξικό» του υπό τον τίτλο Το λεξικό τσέπης (Le Portatif), ο Μυρέ εξέδωσε δεκατέσσερα έργα -τα οποία καλύπτουν όλα τα συγγραφικά ήδη: πρόζα, ποίηση, δοκίμιο, κριτική- και δημοσίευσε πάνω από τριακόσια άρθρα, σε πλήθος περιοδικών κι εφημερίδων. Τα τελευταία τα συγκέντρωσε σε έξι τόμους: τέσσερις εξ αυτών υπό τον τίτλο Πνευματικοί εξορκισμοί (Exorcismes spirituels) και δύο υπό τον τίτλο Μετά την Ιστορία (Après lHistoire). Αυτό το εντυπωσιακό έργο, μια συνεχιζόμενη δημιουργία τριάντα τριών χρόνων που δεν ακολούθησε ποτέ την πεπατημένη, δεν πέρασε διόλου απαρατήρητο. Το πρώτο του μεγάλο δοκίμιο, Ο 19ος αιώνας στο πέρασμα του χρόνου  (Le XIXe siècle à travers les âges)  -μια θαυμάσια και ριζοσπαστική επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο ο επιστημονισμός κι ο άνωθεν επιβεβλημένος εξορθολογισμός της ανθρώπινης ζωής οδηγούν στον σκοταδισμό-, έκανε αίσθηση κι έλαβε θετικά σχόλια, όταν κυκλοφόρησε το 1984. Κατά τα άλλα, όμως, ο Μυρέ παρέμεινε κατά κύριο λόγο άσημος ως συγγραφέας, σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της απροθυμίας του να ακολουθήσει τους κυρίαρχους κανόνες του παιχνιδιού. Οι μόνοι του θαυμαστές κι υποστηρικτές προέρχονταν από τον κύκλο ορισμένων συγγραφέων που ήταν κι αυτοί πνεύματα γνήσια κριτικά όπως κι ο ίδιος. Η πραγματική, όμως, ρήξη του συγγραφέα μας με τους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Γαλλίας έλαβε χώρα το 1991, με την έκδοση του δοκιμίου του Η αυτοκρατορία του Καλού (LEmpire du Bien). Πρόκειται για το βιβλίο που αποτέλεσε τη μήτρα ολόκληρης της μετέπειτα δημιουργίας του, άρα και του Αγαπητοί τζιχαντιστές…, που κυκλοφορεί λίγους μήνες μονάχα μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Το 1991 δεν είναι μια τυχαία χρονιά. Πρόκειται για τη στιγμή που ανοίγει τις πύλες της η Γιουροντίσνεϋ, 80 χιλιόμετρα δυτικά του Παρισιού. Είναι τότε που οι μεγάλοι τουριστικοί οδηγοί, οι οποίοι πωλούνταν στους επισκέπτες τούτου του πάρκου, άρχισαν να αναφέρουν το Παρίσι απλώς και μόνον ως ένα παρακείμενο αξιοθέατο που θα άξιζε μια μικρή παράκαμψη. Είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε εδώ με ορισμένες συμπτώσεις, τις οποίες αν δούμε από κάποια απόσταση παύουν να είναι τέτοιες. Κατά την ιστορική στιγμή που (υπό τη μεσολάβηση της Γαλλίας του Μιτεράν) η γεωγραφική και συμβολική καρδιά της Ευρώπης καλωσόριζε με τυμπανοκρουσίες την αμερικανική βιομηχανία νηπιοποίησης του ανθρώπινου όντος, ο Μυρέ εξέδιδε την Αυτοκρατορία του Καλού και μέσα από τις σελίδες της ανέλυε τη θεαματική επικράτηση της παιδοκρατίας στο σύνολο των πτυχών της ζωής μας, τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής. Πρόκειται για μια εξέλιξη που πάει αρκετά πίσω. Διότι αυτή η λατρεία του παιδιού, της οποίας η Γιουροντίσνεϋ συνιστά το πιο ρητό σύμβολο, σηματοδοτεί μάλλον τη θριαμβευτική κατάληξη μιας μακράς σειράς προσπαθειών που καταβάλλει η Δύση εδώ κι έναν αιώνα προκειμένου να ξεφορτωθεί το πολιτισμικό της θεμέλιο: το ελεύθερο, αυτόνομο και δημιουργικό άτομο, τουτέστιν τον άνθρωπο που μοχθεί για την αυτο-υπέρβασή του. Ιδού ένα απόσπασμα του βιβλίου στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει, μεταξύ άλλων, την προέλευση του Αγαπητοί τζιχαντιστές… :

Ο φιλανθρωπικός τηλε-κολεκτιβισμός συνιστά ιδανικό κληρονόμο -αλλά και μια πιο ήπια εκδοχή- όχι απλώς του κομμουνιστικού δεσποτισμού γενικώς, μα και των ενάρετων κομπασμών του λογοτεχνικού του διδακτισμού ειδικότερα -είτε πρόκειται για τα βουκολικά ειδύλλια του Αραγκόν είτε για τα ρομάντζα του Ελυάρ.

Όλα τα μυαλά έχουν μετατραπεί σε κολχόζ. Γραφειοκρατία, δημόσιες καταγγελίες, τρεμάμενη λατρεία της νεότητας, εξάτμιση της σκέψης, σβήσιμο του κριτικού πνεύματος, μάζες υπό χυδαία χειραγώγηση, καταναγκαστικές αναβιώσεις της Ιστορίας που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να την εκμηδενίζουν, κιτς αισθητικής επικλήσεις του συναισθήματος ενάντια στον Λόγο, μίσος ενάντια στο παρελθόν, ομογενοποίηση του τρόπου ζωής: Η Αυτοκρατορία του Καλού οικειοποιείται πλείστα γνωρίσματα της παρελθούσας ουτοπίας, δίχως όμως να τ’ αλλάζει ιδιαίτερα. Όλα συνέβησαν γρήγορα, ταχύτατα. Οι τελευταίοι πυρήνες αντίστασης σκορπίζουν, οι Κομάντος της Εικόνας καταλαμβάνουν χαμογελαστοί την επικράτεια. Το μόνο που πετάμε από τις χονδροειδείς κολεκτιβιστικές ιδεολογίες του παρελθόντος είναι τα πιο γελοία τους κεφάλαια (με πρώτη πρώτη τη δικτατορία του προλεταριάτου). Κατά τ’ άλλα όμως η αγελαία τους ουσία παραμένει αμετάβλητη και δε χρειάζεται ν’ ανησυχούμε μήπως τάχα και μας λείψει. Εξ ου και όλη αυτή η σπέκουλα περί της υποτιθέμενης μεγάλης επιστροφής του ατομικισμού -εντός ενός κόσμου όπου κάθε μοναδικότητα έχει εξαλειφθεί!- αποδεικνύεται ως ένα ακόμα από αυτά τα παραμυθητικά θέματα-φετίχ δημοσιογράφων και κοινωνιολόγων τα οποία με διασκεδάζουν ιδιαίτερα. Πού και πότε το εντόπισαν οι εν λόγω τούτο το άτομο; Σε ποια ξεχασμένη γωνιά του γελοίου μας πλανήτη;

Η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται το μυθιστορηματικό και δοκιμιακό έργο του Μυρέ είναι η εξής: ζούμε πλέον σ’ έναν μετα-ιστορικό κόσμο. Ο κόσμος μας μοιάζει τόσο πολύ στον πραγματικό ιστορικό κόσμο τον οποίο διαδέχθηκε, ώστε κινδυνεύει κανείς να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του εντός του δίχως, όμως, να αντιληφθεί τις μεταξύ τους διαφορές. Εντούτοις, τους δύο αυτούς κόσμους τους χωρίζει μια ανυπέρβλητη άβυσσος. Διότι, ενώ ο ιστορικός κόσμος περιλαμβάνει στις τάξεις του το Κακό (δηλαδή το αρνητικό ή, με άλλα λόγια, το χαλίκι που βραχυκυκλώνει τα γρανάζια της μηχανής, την άρνηση της επανάληψης, το κριτικό πνεύμα, τα τεκταινόμενα πίσω από την επίσημη πρόσοψη), ο μετα-ιστορικός του διάδοχος αρνείται επίμονα την ύπαρξή του. Ενώ ο πρώτος συνίσταται στις διαδοχικές ενσαρκώσεις της ατέρμονης πάλης ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, ο δεύτερος αναγνωρίζει μόνο τη μάχη του Καλού με το Καλό. Είναι όμως κάτι τέτοιο δυνατό; Ο Μυρέ απαντά καταφατικά. Διότι μέσω της διαρκούς γιορτής, της μηντιακής αποχαύνωσης, της αποερωτικοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων, του ανηλεούς διωγμού των ατομικών απολαύσεων (που θεωρούνται επιβλαβείς για την υγεία μας), της συνολικής απαξίωσης του παρελθόντος και πλήθος άλλων τεχνασμάτων αυτού του είδους, ο μετα-ιστορικός κόσμος έχει καταφέρει να πνίξει εν τη γενέσει της την ιδέα πως θα μπορούσε κανείς να του ασκήσει κριτική ή ακόμη και να τον απορρίψει.

Ορισμένοι κακεντρεχείς θέλουν να συγχέουν τον Φιλίπ Μυρέ με τον Φράνσις Φουκουγιάμα, επειδή έκανε κι αυτός λόγο, κατά την ίδια περίοδο, για το «Τέλος της Ιστορίας». Προφανώς και σε ένα πρώτο επίπεδο οι δύο συγγραφείς συμπίπτουν, εφόσον ισχυρίζονται αμφότεροι πως η Ιστορία έχει τελειώσει. Το να τους μπερδέψουμε, ωστόσο, θα συνιστούσε κραυγαλέα παρανόηση. Ο Φουκουγιάμα χορεύει περιχαρής γύρω από το πτώμα της Ιστορίας, έμπλεος ικανοποίησης που μπορούμε πλέον να την ξεφορτωθούμε. Ατενίζει με ενθουσιασμό την έλευση της τελικής περιόδου της ενοποιημένης (δηλαδή παγκοσμιοποιημένης) ανθρωπότητας που δε θα ταλανίζεται πλέον ούτε από πολέμους ανάμεσα στα έθνη (καθώς θα μας αρκεί πλέον μόνο το αμερικάνικο έθνος), ούτε από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις (καθώς θα αρκεί πια ο αμερικανικός πραγματισμός), ούτε όμως και από διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους πολιτισμούς (μιας και θα μας καλύπτει πλέον πλήρως το αμερικανικό meltingpot). Αντίθετα ο Μυρέ βρίσκεται από τη μεριά των ηττημένων, μαζί με το θύμα. Ασφυκτιά και μάχεται με όλες του τις δυνάμεις ενάντια σε αυτή την καινούργια εποχή της ανθρωπότητας που επιβιώνει με διαρκείς ενέσεις «υπερεορταστικότητας» και «διαρκούς ασφάλειας».

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων υπερεορταστικής ευφορίας, η Δύση (δηλαδή η Αυτοκρατορία του Καλού) ξυπνούσε έντρομη από τον λήθαργό της. Διαπίστωνε τότε πως το μόνο πράγμα που προέκυψε από το μεγαλεπήβολο σχέδιο εγκαθίδρυσης ενός κόσμου δίχως σύνορα, στην εφαρμογή του οποίου είχε ριχτεί από την επομένη κιόλας της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ, ήταν μια τρομοκρατία δίχως σύνορα. Διόλου όμως αυτή η διαπίστωση δεν οδήγησε την Αυτοκρατορία σε κάποια αναθεώρηση των γεωστρατηγικών και πολιτιστικών της βλέψεων. Κι ούτε, προφανώς, τέθηκε ποτέ, έστω και για μια στιγμή,  ζήτημα στοχασμού πάνω στον βαθύ δεσμό που υφίσταται ανάμεσα, από τη μια μεριά στη μετατροπή ολόκληρης της γης σε σουπερμάρκετ, και από την άλλη στη δολοφονική τρέλα των τρομοκρατικών ομάδων που επικαλούνται το Ισλάμ. Για του λόγου το αληθές, ο γάλλος Πρωθυπουργός έσπευσε να κόψει τον βήχα σε όποιον πρότεινε κάποια πιο συγκεκριμένη εξέταση τούτης της τρομοκρατίας που μαστίζει τον πλανήτη μας εδώ και τριάντα χρόνια, όταν δήλωνε, αμέσως μετά τη σφαγή στο Μπατακλάν στις 13 Νοεμβρίου του 2015, ότι «οι προσπάθειες εξήγησης της τρομοκρατίας ισοδυναμούν με δικαιολόγησή της». Θα ήταν, δε, υπερβολή να περίμενε κανείς πως θα μπορούσαμε, δεδομένων των συνθηκών, να αντιληφθούμε το Κακό ως μια εγγενή διάσταση των ιδεωδών μας και των έργων μας. Τουναντίον, το μόνο που κάναμε ήταν να κηρύξουμε τον πόλεμο. Θα πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι, δίχως έναν στοχασμό επί των βασικών αιτίων αυτής της σύγκρουσης, διατρέχουμε τον κίνδυνο να τη δούμε να μετατρέπεται σε αυτό που ο Ρενέ Ζιράρ (René Girard) -ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του Μυρέ- αποκαλούσε μιμητικό ανταγωνισμό.

Θα νικήσει ο πιο πεθαμένος από τους δύο, δηλαδή εμείς, έλεγε ο Μυρέ. Επιμένω πως δεν πρόκειται εδώ για κάποια προσπάθεια πρόκλησης ή για ένα από τα ευφυολογήματα για τα οποία φημίζονται οι γάλλοι συγγραφείς. Πρόκειται, αντίθετα, για έναν αφορισμό που συμπυκνώνει μια ώριμη ηθική κρίση σχετικά με τον πολιτισμό μας, ζυγισμένη από κάθε άποψη και προϊόν λεπτομερούς ανάλυσης, ως κατάληξη μιας πνευματικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης τριάντα χρόνων. Θα μπορούσαμε, άραγε, υπό αυτήν την έννοια να ισχυριστούμε ότι ο Μυρέ ακολουθεί τα ερωτήματα που έθεσαν κατά τον Μεσοπόλεμο ο Πωλ Βαλερύ και ο Έντμουντ Χούσερλ σχετικά με την κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού[1]; Σίγουρα. Αρκεί να μη λησμονούμε ότι, ενώ στην περίπτωση των Βαλερύ και Χούσερλ επρόκειτο ακόμη για προαισθήματα, προειδοποιήσεις και προμηνύματα, στον Μυρέ ο θάνατος του πολιτισμού μας έχει ήδη συντελεστεί. Με τη μόνη, βέβαια, διαφορά πως το πτώμα πιστεύει πως είναι πιο ζωντανό από ποτέ. Πρόκειται μήπως για κάποιο θαύμα; Όχι δα -απλώς μας έκαναν να καταπιούμε τεράστιες δόσεις από το ελιξίριο του Καλού.

Διότι, φυσικά, ο Μυρέ δε μας ήρθε ουρανοκατέβατος. Έχει κι αυτός τους πνευματικούς του προγόνους. Λόγου χάριν, έναν χρόνο πριν πεθάνει, το 1947, ο Ζωρζ Μπερνανός (Georges Bernanos) έδωσε μια σειρά διαλέξεων που εκδόθηκαν μεταθανάτια υπό τον τίτλο Τι να την κάνουμε την ελευθερία; (La liberté, pour quoi faire?). Επρόκειτο για μια αυστηρή κριτική ενός πολιτισμού ο οποίος, έχοντας μόλις βγει από τον πλανητικών διαστάσεων εφιάλτη που ο ίδιος προκάλεσε, αρνούνταν επίμονα να αντλήσει το παραμικρό μάθημα προς την κατεύθυνση του περιορισμού των αχαλίνωτων επιθυμιών του για υλικές ανέσεις και αγαθά. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ο Μπερνανός ήταν το εξής: ενώ για τους βιολογικούς οργανισμούς η αποσύνθεση ξεκινά μετά τον θάνατο, στην περίπτωση των ανθρώπινων πολιτισμών προηγείται του θανάτου.

Ο Μυρέ πλέκει επανειλημμένως το εγκώμιο του Μπερνανός στα δοκίμια και τα άρθρα του. Όπως επίσης κι αυτό των Φλάννερυ Ο’Κόννορ, Φίλιπ Ροθ, Μίλαν Κούντερα αλλά και τόσων άλλων συγγραφέων, πρωτίστως μυθιστοριογράφων, καθώς το λοξό βλέμμα υπό το οποίο αυτοί εξετάζουν τον κόσμο εξήπτε και τη δικιά του ματιά. Εντούτοις, δύο είναι οι αληθινοί και δεδηλωμένοι πνευματικοί του πατέρες, τους οποίους αναφέρει και σχολιάζει διαρκώς υπό το φως των σημερινών εξελίξεων: ο Μπαλζάκ κι ο Σελίν. Ο Μυρέ επικαλείται με κάθε ευκαιρία την κληρονομιά τους: την ικανότητά τους να αγκαλιάζουν τον κόσμο στην ολότητά του. Θα ήθελα, ωστόσο, να σταθώ στο γεγονός πως, από αισθητικής απόψεως, τους ξεπερνά σε ό,τι αφορά ένα θεμελιώδες σημείο: το γέλιο. Διότι το χιούμορ του Μυρέ αγγίζει ύψη που μόνο στα όνειρά τους θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τα δυο μεγάλα του πρότυπα. Προφανώς και δεν υπονοώ εδώ ότι ο συγγραφέας μας τράβηξε μόνος του αυτόν τον δρόμο και ότι το χιούμορ του συνιστά προϊόν παρθενογένεσης. Τουναντίον μάλιστα: μέσα απ’ το χιούμορ του ακούμε ν’ αντηχεί το γέλιο που συνόδευσε την έναρξη των Νέων Χρόνων -το γέλιο του Ραμπελαί! Υπό τη μόνη διαφορά, όμως, πως στην περίπτωση του Μυρέ οι σημερινοί σκοτεινοί καιροί αναγκάζουν το χιούμορ, που για τον γενναίο του πρόγονο συνιστούσε απλώς το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, να μετατραπεί περαιτέρω σ’ ένα εξαιρετικά λεπτό εργαλείο το οποίο βοηθά τον στοχασμό να προσανατολιστεί μέσα στην ομίχλη που καλλιεργούν οι κοινοτοπίες που μας ζώνουν πανταχόθεν.

* Lakis Proguidis, «Muray existe!». Πρόκειται για το γαλλικό πρωτότυπο του προλόγου της ιταλικής μετάφρασης του Αγαπητοί τζιχαντιστές… (P. Muray, Cari jihadisti, μετάφραση F. Lorandini και O. Maillart, Τορίνο, Miraggi edizioni, 2016).

[1] Σ.τ.μ.: βλ. σχετικά Πωλ Βαλερύ, Η κρίση του πνεύματος (1919), μτφρ. Θ. Χατζόπουλος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996· Edmund Husserl, Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία (1934-1937), εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Π. Κόντος, Αθήνα, Εκκρεμές, 2011.

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος – Τα δύο πρόσωπα του ποδοσφαίρου

(Πρόλογος του βιβλίου “Το ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα“)

«Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που δεν έχει κανένα νόμο, καμία αλήθεια. Στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει πάντα ο δυνατότερος. Γι’ αυτό είναι τόσο αγαπητό. Και αυτή την απουσία της αλήθειας, την απουσία του νόμου, κανείς μας δεν την καταλαβαίνει. Προσπαθούμε να την εξηγήσουμε μιλώντας για το ποδόσφαιρο, αρθρογραφώντας γι’ αυτό… και κανείς δεν καταφέρνει να το εξηγήσει…».

Αυτά είχε ισχυριστεί ο Μισέλ Πλατινί σε μια εξαιρετική συνέντευξη με τη Γαλλίδα συγγραφέα Μαργκερίτ Ντυράς που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Libération στις 13 και 14 Δεκεμβρίου του 1987. Στην Ντυράς δεν άρεσε η χρήση της λέξης «αλήθεια» από τον Πλατινί και σε κάποιο σημείο της συνέντευξης τού ζητά να την αντικαταστήσει με κάποια άλλη. Ο Πλατινί, επιλέγει τη λέξη «νόμο», αλλά συχνά στην διάρκεια της συνέντευξης επαναλαμβάνει τη λέξη «αλήθεια» γιατί, προφανώς, αυτό έχει βιώσει ως ποδοσφαιριστής. Η Ντυράς, που σημειωτέον δεν παρακολουθούσε ποδόσφαιρο αλλά είχε εντυπωσιαστεί από τη μεγάλη δημοφιλία του, δεν επιμένει στις ενστάσεις για τη χρήση της λέξης «αλήθεια» και στο τέλος φτάνει να χαρακτηρίσει το παιχνίδι «τόσο δαιμονικό, όσο και Θεϊκό». Αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί της Ντυράς, που αποδέχθηκε και ο Πλατινί, δείχνουν την κλίμακα μέσα στην οποία κινείται το ποδόσφαιρο. Αν ο Θεός είναι το ένα άκρο, ο δαίμονας είναι το άλλο. Η χαρά στη νίκη, η βραχυπρόθεσμη λύπη στην ήττα και η ελπίδα ότι στο επόμενο παιχνίδι η λύπη θα γίνει χαρά, ίσως να είναι ο «νόμος» ή η «αλήθεια» του Πλατινί.

Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά απέναντι στην αοριστολογία του «νόμου» και της «αλήθειας» της συνέντευξης Πλατινί-Ντυράς, αναζητά τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου. Ο Μισεά δεν είναι ο διανοούμενος που ζυμώνεται μέσω του πάθους της κερκίδας. Μάλλον, δεν πηγαίνει συχνά στο γήπεδο, αν και παρακολουθεί ποδόσφαιρο από την τηλεόραση· μάλιστα, από ό,τι δείχνει, το κάνει με ευχαρίστηση, κυρίως γιατί ανιχνεύει τα άκρα μέσα στα οποία εγγράφεται η φιλοσοφία του ποδοσφαίρου. Οι χαρακτηρισμοί της Ντυράς («τόσο δαιμονικό, όσο και Θεϊκό») για το παιχνίδι που δηλώνουν τα όριά του, στον Μισεά αλλάζουν. Ο Γάλλος φιλόσοφος έχει μελετήσει σε βάθος και ενδελεχώς την ιστορία και την εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Αυτή η μελέτη είναι που τον έχει βοηθήσει να εκφράσει τα όρια του παιχνιδιού με φιλοσοφικό τρόπο. Υποστηρίζει λοιπόν ότι από τη μια μεριά έχουμε το νεοφιλελεύθερο ποδόσφαιρο και από την άλλη το παιχνίδι της συλλογικότητας. Και το τεκμηριώνει. Υπενθυμίζει πως τα σπορ είναι γέννημα της νεωτερικότητας, όπου η σταδιακή διαμόρφωση του σύγχρονου αθλητισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια παράλληλη διαδικασία «ειρήνευσης των ηθών» και περιορισμού της καθημερινής βίας, μέσω της αυτοπειθαρχίας και του ελέγχου των ενορμήσεων. Σημειώνει πως η διαδικασία αυτή συνιστά έκφραση της διπλής αναγκαιότητας που βρίσκεται στον πυρήνα της νεωτερικής πολιτικής φιλοσοφίας: της ανάγκης, αφενός, να τερματιστούν οι κοινωνικά διαλυτικοί εμφύλιοι, θρησκευτικοί πόλεμοι και, αφετέρου, να ενθαρρυνθεί το «ήπιο εμπόριο», που υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε μια για πάντα την κοινωνική ειρήνη και την ευημερία των εθνών.

Ο Μισεά ιχνηλατεί με ενάργεια τις κολοσσιαίες μεταβολές στην εξέλιξη του αθλήματος. Το πέρασμά του από την μεγαλοαστική στην εργατική τάξη, όταν έγινε η μετάβαση από το dribbling στο passing game, αποκαλύπτει πώς το παιχνίδι από εκδήλωση της ατομικότητας κατέστη ενσάρκωση της συλλογικότητας που αντιπροσωπεύει η εργατική τάξη. Η τελευταία, ιδιαίτερα στην Αγγλία, εκμεταλλεύθηκε κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες (π.χ την αργία του σαββατιάτικου απογεύματος που κέρδισαν τα βρετανικά συνδικάτα, η αναγνώριση της ιδιότητας του επαγγελματία ποδοσφαιριστή) για να το ιδιοποιηθεί. Τούτο όμως δεν απέτρεψε τη σταδιακή κυριαρχία της καπιταλιστικής λογικής στο παιχνίδι που μπορεί να διαφοροποιήσει τα χαρακτηριστικά του: από «λαϊκό» παιχνίδι με επαγγελματίες-εργάτες, σε ένα προϊόν με λίγους προνομιούχους μισθοφόρους που εντάσσονται σε ένα star system για ευρεία κατανάλωση, με τιμή που θα ορίζει, κάθε φορά, η αγορά.

Ο Μισεά ανατέμνει με θαυμαστή ακρίβεια, κατά την γνώμη μου, τον χαρακτήρα του παιχνιδιού καθώς εξετάζει και συγκρίνει τα δύο του πρόσωπα: από τη μια ένα παιχνίδι που προσηλώνεται στο passing game και τον στόχο του, κι από την άλλη ένα παιχνίδι συλλογικότητας, που επιδιώκει την νίκη πάση θυσία, «έστω και με μισό μηδέν», ένα παιχνίδι ανταγωνιστικό, υπαγόμενο στην καπιταλιστική λογική. Μάλιστα, όπως ο ίδιος παρατηρεί, η κυριαρχία του συμφέροντος και του κέρδους πάνω στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο εξόρισε την ιδέα ότι το παιχνίδι αποτελεί πηγή ευχαρίστησης. Το γεγονός αυτό μας ανάγκασε να θεωρούμε την νίκη ως το απόλυτο κακό εξαιτίας των αρνητικών της συνεπειών σε οικονομικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Τα ΜΜΕ και ο στοιχηματισμός εκπαιδεύουν το κοινό προς αυτή την κατεύθυνση. Αποφεύγοντας το ύφος του δασκάλου που κάνει υποδείξεις, ο Μισεά εκτιμά πως η σωτηρία του παιχνιδιού μπορεί να επιτευχθεί, αρκεί οι συμμετέχοντες να έχουν διαρκώς κατά νου ότι πρόκειται απλώς για ένα ευχάριστο παιχνίδι –κατά τη διάρκεια του οποίου ξεχνάμε προσωρινά τις έγνοιες της καθημερινότητας– και ότι η «νίκη» της μιας ομάδας δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί τον εξευτελισμό και την κυριάρχηση επί του αντιπάλου. Διόλου τυχαία οι πρώτοι θεωρητικοί του σύγχρονου αθλητισμού τόνιζαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι το «να ξέρει κανείς να χάνει» και να «παίζει σωστά» συνιστά μια από τις πιο θεμελιώδεις αρετές.

Με άλλα λόγια, το παιχνίδι μπορεί να διασώζει την ψυχή του, όσο σύμφωνα με τον Γκαλεάνο, ξεκουράζεται μέσα στο σύνθημα των παιδιών στην Λατινική Αμερική όταν βγαίνουν στον δρόμο για να παίξουν ποδόσφαιρο: «Χάσουμε – κερδίσουμε, εμείς θα το γλεντήσουμε».

ΖΑΝ-ΚΛΩΝΤ ΓΚΙΓΙΕΜΠΟ – ΕΝΑ «ΑΘΩΟ ΕΓΚΛΗΜΑ»

(Πρόλογος του βιβλίου “Μακάριοι οι θνητοί, γιατί είναι ακόμη ζωντανοί“)

Η ιδιαίτερη αξία των δεκατριών επιστολών του Φρανκ Νταμούρ προς τους «τρελούς επιστήμονες» της εποχής μας έγκειται στο γεγονός πως, με χιούμορ κι ευρυμάθεια, ο συγγραφέας αποπειράται να πείσει τους παραλήπτες τους να αναβάλουν τον φόνο του ανθρώπου. Ας ξεκαθαρίσουμε όμως περί τίνος πρόκειται. Οι «τρελοί επιστήμονες» περί ων ο λόγος είναι δυο επιτυχημένοι επιχειρηματίες, φανατικοί λάτρεις των τεσσάρων τεχνολογιών αιχμής που δηλώνουμε στα αγγλικά με το ακρωνύμιο NBIC: νανοτεχνολογία, βιοτεχνολογία, πληροφορική και γνωστικές επιστήμες. Οι επιχειρηματίες αυτοί ίδρυσαν την Google κι έκτοτε έχουν γίνει δισεκατομμυριούχοι.

Στόχος τους είναι η βελτίωση του ανθρώπινου όντος και για τον σκοπό αυτό προσέλαβαν και προώθησαν στελέχη από τους κόλπους των Αμερικανών επιστημόνων που συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε τεχνο-προφήτες. Ταυτοχρόνως συνέβαλαν στην ανάδυση, την διάδοση και την ενίσχυση του τρανσουμανισμού, διαθέτοντας σχεδόν απεριόριστους πόρους[1]. Το συγκεκριμένο πρόταγμα, που θα του άρμοζε περισσότερο ο χαρακτηρισμός «ιδεολογία», έχει για σκοπό του την υπέρβαση της παραδοσιακής ανθρώπινης κατάστασης, με τις ατέλειες, τα όρια και την ευθραυστότητά της. Ο «βελτιωμένος άνθρωπος» που φαντασιώνονται, μεταμορφωμένος καθώς θα ‘ναι χάρις σε παντοειδή τεχνολογικά εμφυτεύματα, θ’ αφήσει έτη φωτός πίσω του τα αρχαϊκά ανθρώπινα όντα σαν και του λόγου μας[2].

Έσχατος προορισμός τούτης της ανα-δημιουργίας του ανθρώπου θεωρείται η αθανασία, η οποία είναι, κατά την άποψή τους, εφικτή. Μας διαβεβαιώνουν λοιπόν ότι, χάρις στην τεχνολογία, θα μπορέσουμε σύντομα ν’ απελευθερωθούμε από την περατότητα. Εξ ου και τούτη η νέα ιδεολογική φρενίτιδα που πλήττει σιγά σιγά τον πλανήτη, σαν τυφώνας, υποσχόμενη την έλευση ενός «νέου ανθρώπου». Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που αναγγέλλεται ο νέος άνθρωπος. Αρκεί ν’ αναλογιστούμε τις πρόσφατες σχετικές διακηρύξεις των δύο ολοκληρωτισμών που αιματοκύλησαν από κοινού τον 20ό αιώνα, του σταλινισμού και του ναζισμού.

Ωστόσο, αν δικαιολογούμαστε σήμερα να νιώθουμε έναν ιδιαίτερο τρόμο μπρος σ’ αυτή την τρέλα, είναι επειδή διαδίδεται υπογείως. Ντυμένη με το κύρος της γνώσης και παρέχοντάς μας δείγματα (υποτιθέμενης) επιστημονικότητας, κομίζει μια μάλλον χαρίεσσα «υπόσχεση», που δύσκολα θ’ απέρριπτε κανείς: την αθανασία. Θ’ αρνιόταν άραγε κανείς τη δυνατότητα να αποφύγει κάποτε τον θάνατο; Σήμερα η υπόσχεσή αυτή φαντάζει πολύ πιο θελκτική από τις διακηρύξεις του σταλινισμού για το «λαμπερό μέλλον του κομουνισμού» και το «αύριο που τραγουδά»[3]. Μαρτυρούν γι’ αυτή την ιδιαίτερη έλξη όχι μόνον ο αστόχαστος ενθουσιασμός των ΜΜΕ, μα κι η αμηχανία πολλών επιστημόνων όπως κι η φοβισμένη σιωπή της πλειονότητας των φιλοσόφων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, πίσω από τούτη την επιστημονικοφανή μανία βρίσκεται κάτι που μοιάζει με πρόληψη, ασχέτως αν δεν γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο: πρόκειται για την τρομακτική επιθυμία οικοδόμησης ενός κόσμου δίχως θάνατο, ενός κόσμου ο οποίος θα ‘χει απελάσει την «τραγική μας περατότητα».

Εντούτοις, δεν αρκεί να δούμε τούτη την «ιμορταλιστική [immortaliste]» σκέψη ως μια από τις διάφορες παθολογίες της νόησης στις οποίες συχνά υποπίπτουν οι τρελοί επιστήμονες κάθε εποχής[4]. Αντιθέτως, είναι φορέας ενός παράδοξου δολοφονικού σχεδίου. Δεδομένου πως η περατότητα συνιστά τον ορισμό της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης, επιθυμώντας κανείς να καταστήσει τον άνθρωπο αθάνατο, στην πραγματικότητα προβαίνει στην τέλεση αυτού που ο νομικός και ψυχαναλυτής Pierre Legendre αποκαλεί «αθώο έγκλημα».

Αν την εξετάσουμε υπό μια ανθρωπολογική σκοπιά, η περατότητα –δηλαδή ο θάνατος– όχι μόνο δεν ­­­αποτελεί κάποια ατυχή «ατέλεια» της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά την ορίζει, αντιθέτως, ως προς την ολότητά της. Ανήκουμε στο ανθρώπινο είδος, ακριβώς επειδή είμαστε θνητοί. Όλοι οι αρχαιοελληνικοί μύθοι υπογραμμίζουν αυτή την οντολογική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και στους θεούς. Γι’ αυτό και στην αρχαιοελληνική μυθολογία όποτε κάποιος θεός ζευγαρώνει μ’ έναν θνητό, δεν το κάνει για να εξασφαλίσει τη διαδοχή του –μιας κι είναι αθάνατος–, αλλά για ν’ αποκτήσει πρόσβαση στην «τάξη των θνητών» που οργανώνεται γύρω από την περατότητα και την ανανέωση των γενεών.

Αντίστοιχα, αν οι αρχαιοελληνικοί θεοί, από τον Δία ως την Αθηνά ή τον Ποσειδώνα, συμμετέχουν κάπου-κάπου στα φαγοπότια των ανθρώπων και κυριεύονται, όπως κι αυτοί, από θυμούς κι επιθυμίες, είναι ακριβώς για να συμμετάσχουν κι οι ίδιοι, έστω και για μία στιγμή, σε τούτη την ανθρώπινη κατάσταση από την οποία παραμένουν οικτρά αποκλεισμένοι. Ο Γερμανός φιλόσοφος Χανς Γιόνας (Hans Jonas, 1903-1993) εμμένει σε αυτό που μας υπενθύμιζαν οι Αρχαίοι Έλληνες: ότι η ανθρώπινη κατάσταση θεμελιώνεται σε μια «διαρκή επανεκκίνηση». Αφήνοντας χώρο για την «απάντηση της ζωής» και τη διαρκή ανανέωση του ανθρώπινου είδους, η θνητότητα δεν είναι παρά η πίσω όψη της γεννησιμότητας[5].

Αν ονειρεύεται κανείς να εξαλείψει τον θάνατο, θα πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό που ουσιαστικά επιθυμεί είναι η εξάλειψη της τεκνοποίησης. Η τεκνοποίηση «συνιστά την απάντηση της ζωής στον θάνατο, πράγμα που συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση εξάλειψης του τελευταίου, θα προέκυπτε ένας κόσμος αποτελούμενος από γέρους, δίχως νέους, ένας κόσμος ήδη γνωστών που δε θα γεύονταν ποτέ την έκπληξη που προκαλεί η έλευση αυτών που δεν έχουν ακόμα υπάρξει»[6]. Ο Γιόνας εμβαθύνει σε αυτήν την επιθυμία εξάλειψης του θανάτου, συναντώντας τις διαπιστώσεις των Αρχαίων Ελλήνων: Η «διαρκής επανεκκίνηση [immerwiederAnfangen]» συνιστά δομική απαίτηση, συγκροτητική της ανθρωπότητας, κι έχει ως τίμημα τη «διαρκή ολοκλήρωση [immerwiederEndens[7].

Προκειμένου να αποκηρύξει αυτή τη νέα –κι επικίνδυνη– ασθένεια της νεωτερικότητας, ο Φρανκ Νταμούρ βρήκε την πιο όμορφη διατύπωση που θα μπορούσε να υπάρξει: «Μακάριοι οι θνητοί, γιατί είναι ακόμη ζωντανοί». Ας τον ευχαριστήσουμε.


[1] Σ.τ.μ.: Ο τρανσουμανισμός (Transhumanism) είναι μελλοντολογικό και τεχνοφιλικό ρεύμα σκέψης, επηρεασμένο από την επιστημονική φαντασία, που προσπαθεί να στοχαστεί τις νέες δυνατότητες που διαγράφονται για το ανθρώπινο ον μέσα από τις εφαρμογές της σύγχρονης τεχνικής (και ειδικότερα της ιατρικής, της βιοτεχνολογίας και της πληροφορικής), με σκοπό τη μεγιστοποίηση και τη βελτίωση των διανοητικών και σωματικών του επιδόσεων και ικανοτήτων. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν στοχασμό πάνω στο δι-ανθρώπινο ον (transhuman), δηλαδή πάνω στο πέρασμα από τον άνθρωπο στον μετα-άνθρωπο (posthuman).

[2] Σ.τ.μ.: Με τον όρο «βελτιωμένος άνθρωπος» αποδίδουμε το homme amélioré του γαλλικού κειμένου το οποίο συνιστά, με τη σειρά του, απόδοση του αμερικανικού enhanced human και αναφέρεται σ’ ένα ανθρώπινο ον με αυξημένες δυνατότητες και βελτιωμένες επιδόσεις, σε σχέση με τον υφιστάμενο μέσο όρο, τόσο σε διανοητικό όσο και σε καθαρά σωματικό-φυσιολογικό επίπεδο, ως απότοκο της υιοθέτησης πλείστων εφαρμογών της τρέχουσας τεχνικής.

[3] Σ.τ.μ.: «Πιστεύω ότι ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου […] και ότι προετοιμάζει το αύριο που τραγουδά». Φράση που έγραψε ο Γάλλος δημοσιογράφος και βουλευτής, μέλος της ΚΕ του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Γκαμπριέλ Περί (Gabriel Péri) την παραμονή της εκτέλεσής του από τους Ναζί, τον Δεκέμβριο του 1941. Το αύριο που τραγουδά [Les Lendemains qui chantent] είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του, που κυκλοφόρησε μεταθανάτια, το 1946.

[4] Σ.τ.μ.: Με τον όρο «ιμορταλισμός» και τα παράγωγά του αποδίδουμε το immortalisme των συγγραφέων, το οποίο αναφέρεται στην ιδεολογία που θέτει για στόχο της την κατάκτηση της αθανασίας, έχοντας ως βασική της πεποίθηση πως η θνητότητα συνιστά ένα αρνητικό και περιοριστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης που θα πρέπει να ξεπεραστεί. Με τον όρο «μορταλισμός» και τα παράγωγά του αποδίδουμε το mortalisme, που χρησιμοποιείται ως ψόγος από πλευράς ιμορταλιστών ενάντια σε όλους όσους δεν συμμερίζονται τις απόψεις τους.

[5] H. Jonas, Das Prinzip Verantwortung. Versuch einer Ethik für die technologische Zivilisation [Η αρχή της υπευθυνότητας. Σε αναζήτηση μιας ηθικής για τον τεχνολογικό πολιτισμό], Φρανκφούρτη, Suhrkamp, 1984, σ. 49.  (Σ.τ.μ.: Ο Γιόνας αναφέρεται ρητά στη σχετική έννοια της φίλης και συμφοιτήτριάς του, Χάννα Άρεντ. Ο ίδιος την αποδίδει ως «Gebürtlichkeit», μόνο που η Άρεντ τη δημιουργεί όταν πια έγραφε στα αγγλικά. Έτσι τη συναντούμε ως «natality». Στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «γεννησιμότητα» [βλ. π.χ. Χ. Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (vita activa), μτφρ. Σ. Ροζάνης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, Γνώση, 1986, σ. 21] ως «γέννηση» [βλ. π.χ. H. Arendt, «Η έννοια της ιστορίας (αρχαία και μοντέρνα)», Μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μτφρ. Γ. Ν. Μερτίκας, Αθήνα, Λεβιάθαν, 1996, σ. 99] και ως «γεννητικότητα» [βλ. π.χ. H. Arendt, «Η κρίση της εκπαίδευσης», Η κρίση της κουλτούρας και άλλα κείμενα, μτφρ. Μ. Ν. Μερτίκας, Αθήνα, Στάσει Εκπίπτοντες, 2012, σ. 58]. Σε ό,τι μας αφορά επιλέγουμε την πρώτη εκδοχή, διότι ακολουθούμε τη διάκριση μεταξύ ζωής και βίου που προτείνει η Άρεντ. Σύμφωνα, λοιπόν, με το συγκεκριμένο σχήμα, το οποίο ακολουθούμε και στη μετάφραση του κειμένου του Φρανκ Νταμούρ αλλά και της παρούσας εισαγωγής του Ζαν-Κλωντ Γκιγιεμπό, πέρα από την απλά βιολογική διάσταση του ζητήματος (δηλαδή από τη γεννητικότητα και τη θνησιμότητα ως δημογραφικά φαινόμενα) υπάρχει κι η καθαυτό υπαρξιακή του πλευρά (δηλαδή η γεννησιμότητα κι η θνητότητα ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως όντος που δεν μπορεί να περισταλεί στη βιολογική-ζωική του διάσταση).

[5] H. Jonas, Das Prinzip Verantwortung. Versuch einer Ethik für die technologische Zivilisation [Η αρχή της υπευθυνότητας. Σε αναζήτηση μιας ηθικής για τον τεχνολογικό πολιτισμό], Φρανκφούρτη, Suhrkamp, 1984, σ. 49.  (Σ.τ.μ.: Ο Γιόνας αναφέρεται ρητά στη σχετική έννοια της φίλης και συμφοιτήτριάς του, Χάννα Άρεντ. Ο ίδιος την αποδίδει ως «Gebürtlichkeit», μόνο που η Άρεντ τη δημιουργεί όταν πια έγραφε στα αγγλικά. Έτσι τη συναντούμε ως «natality». Στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «γεννησιμότητα» [βλ. π.χ. Χ. Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (vita activa), μτφρ. Σ. Ροζάνης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, Γνώση, 1986, σ. 21] ως «γέννηση» [βλ. π.χ. H. Arendt, «Η έννοια της ιστορίας (αρχαία και μοντέρνα)», Μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μτφρ. Γ. Ν. Μερτίκας, Αθήνα, Λεβιάθαν, 1996, σ. 99] και ως «γεννητικότητα» [βλ. π.χ. H. Arendt, «Η κρίση της εκπαίδευσης», Η κρίση της κουλτούρας και άλλα κείμενα, μτφρ. Μ. Ν. Μερτίκας, Αθήνα, Στάσει Εκπίπτοντες, 2012, σ. 58]. Σε ό,τι μας αφορά επιλέγουμε την πρώτη εκδοχή, διότι ακολουθούμε τη διάκριση μεταξύ ζωής και βίου που προτείνει η Άρεντ. Σύμφωνα, λοιπόν, με το συγκεκριμένο σχήμα, το οποίο ακολουθούμε και στη μετάφραση του κειμένου του Φρανκ Νταμούρ αλλά και της παρούσας εισαγωγής του Ζαν-Κλωντ Γκιγιεμπό, πέρα από την απλά βιολογική διάσταση του ζητήματος (δηλαδή από τη γεννητικότητα και τη θνησιμότητα ως δημογραφικά φαινόμενα) υπάρχει κι η καθαυτό υπαρξιακή του πλευρά (δηλαδή η γεννησιμότητα κι η θνητότητα ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως όντος που δεν μπορεί να περισταλεί στη βιολογική-ζωική του διάσταση).

[6] H. Jonas, Das Prinzip Verantwortung…, ό. π.

[7] Ό. π.