Ο Λάκης Προγκίδης μιλά στο Τρίτο Πρόγραμμα για τη “Λυρική γενιά”

Ο Λάκης Προγκίδης συνομιλεί με τον Δημήτρη Τρίκα για τη “Λυρική γενιά” και τη σκέψη του Φρανσουά Ρικάρ (στην εκπομπή Bookfly, στο Τρίτο Πρόγραμμα)

«Λυρικό πνεύμα», «αίσθημα της ελαφρότητας του κόσμου», «ελάφρυνση» της ύπαρξης: αυτές είναι οι βασικές πτυχές της κοσμοθεώρησης της λυρικής γενιάς, από την πρώτη στιγμή της εισόδου της στο ιστορικό προσκήνιο. Πρόκειται για τη γενιά που κυριάρχησε μετά τη δεκαετία του 1960 μέσα στον δυτικό κόσμο και διαμόρφωσε τις κοινωνίες στις οποίες συνεχίζουμε να ζούμε. Αναλύοντας το λυρικό πνεύμα –και αντλώντας από την ιδιαίτερη περίπτωση της πατρίδας του, του Κεμπέκ–, ο Φρανσουά Ρικάρ προτείνει μια πρωτότυπη ανάγνωση των κινημάτων του ’60. Απώτερος στόχος του είναι να στοχαστεί τις σημερινές κοινωνίες, οι οποίες προέκυψαν από τους μετασχηματισμούς και τις ρήξεις που τα κινήματα αυτά προκάλεσαν: τις μεταμοντέρνες κοινωνίες του ατομικισμού, της ιδιώτευσης, της κυνικής απομυθοποίησης των πάντων και της ξέφρενης κατανάλωσης. Ένα είδος φιλοσοφικής ανθρωπολογίας της εποχής μας, με άλλα λόγια.

«Αμφισβήτηση θα πει ακριβώς επανάσταση στην πράξη, καθημερινή, γειωμένη, στραμμένη ενάντια σε στόχους μεταβαλλόμενους και πάντα καινούργιους. Είναι το λυρικό αντάρτικο: για να μη «βαλτώσεις», δηλαδή για να τροφοδοτείς την ανυπομονησία, για να κρατάς ζωντανό το συναίσθημα της δύναμής σου και ατελείωτη τη γιορτή, ψάχνεις παντού θύλακες αντίστασης, ξεριζώνεις από παντού το σταθερό και το επαχθές, και πυροβολείς ό,τι κινείται – εν προκειμένω, ό,τι δεν κινείται. Καθηγητές, γονείς, εργοδότες, πολιτικοί ιθύνοντες, διανοούμενοι, θεσμοί, παραδόσεις, καθετί που αντιπροσωπεύει την τάξη ή τη σταθερότητα θεωρείται καταπιεστικό, σφετεριστικό και πληκτικό, και ως τέτοιο αξίζει να επικρίνεται, αν όχι να πατάσσεται. Όχι κατ’ ανάγκην για να προκύψει κάτι καλύτερο, αλλά για να ανοίξει απλώς χώρος, να αλλάξει ο κόσμος, να ελαφρύνουν όλα και να μη σταματήσει πουθενά η ξέφρενη αυτή διαλεκτική, αυτό το μεθυστικό «μπιτ» που πρέπει να είναι ο ρυθμός της ίδιας της ιστορίας».

Τα «παιδιά» της γκουγκλ και η φαντασίωση της αθανασίας

Του Σωτήρη Βανδώρου (δημοσιευμένο στο bookpress.gr)

Είτε το πιστεύετε είτε όχι, υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να αποδεχθούν ότι ο θάνατος είναι η μοιραία κι αναπόφευκτη κατάληξη όλων μας. Και δεν εννοώ, βέβαια, τις παραλλαγές της θρησκευτικής πίστης, είτε αφορούν την ανάσταση νεκρών είτε τη μετενσάρκωση κ.ο.κ. Άλλωστε, όλες τους κηρύσσουν τη μετά θάνατον ζωή. Όχι, αναφέρομαι σε εκείνους οι οποίοι αντιμετωπίζουν το θάνατο ως ατύχημα, κατασκευαστική ατέλεια, ασθένεια, ως κάτι τέλος πάντων που δύναται και πρέπει να διορθωθεί. Και δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Δίνουν δισεκατομμύρια δολάρια προκειμένου οι σχετικές επιστημονικές (;) έρευνες να προκαλέσουν χειροπιαστά αποτελέσματα, επιφέροντας αρχικά παράταση της ζωής για δεκάδες ή κι εκατοντάδες χρόνια με την παύση ή αναστροφή της γήρανσης. Ορισμένοι, μάλιστα, εκτιμούν ότι με την εκθετική πρόοδο της Ιατρικής και της βιοτεχνολογίας και τους τεράστιους πόρους που διοχετεύονται στο εγχείρημα αυτοί οι Μαθουσάλες πρέπει να έχουν ήδη γεννηθεί. Και κάποια στιγμή σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον ελπίζουν ότι θα μπορούν βασίμως να αναφωνήσουν ότι το μότο τους έχει γίνει πραγματικότητα: «ο θάνατος θανατώθηκε»!

Θα αναρωτιέστε ορισμένοι ποιοι είναι αυτοί οι τρελοί για δέσιμο και γιατί πρέπει να ασχολούμαστε με δαύτους. Ο Φρανκ Νταμούρ, δημοσιογράφος (αλλά και διδάσκων στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λιλ), αναλαμβάνει να μας τους παρουσιάσει, να μας εξηγήσει κάπως καλύτερα τα τι και τα πώς αυτού του πρότζεκτ, αλλά και να προβεί σε μια κατεδαφιστική κριτική. Το σύντομο, ευθύβολο και πολεμικό δοκίμιό του έχει τη μορφή δεκατριών επιστολών που απευθύνονται στους ιδρυτές της Google Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν. Οι μεγιστάνες του κολοσσού της διαδικτυακής τεχνολογίας έχουν, βλέπετε, και άλλα ενδιαφέροντα, όντας ιδρυτές και της Calico, του βασικού βραχίονα διά του οποίου ευελπιστούν ότι θα επιτευχθούν ορόσημα στην καταπολέμηση του θανάτου μέχρι την τελική του κατατρόπωση. Εντάξει, θα πείτε. Έχοντας λύσει τα βιοποριστικά τους ζητήματα κι έχοντας ίσως μπουχτίσει από το γεγονός πως ό,τι αγαθό επιθυμούν μπορούν να το αποκτήσουν, τη βρίσκουν με το να σπαταλάνε τα δις τους σε κάτι το άπιαστο. Ίσως να διακατέχονται από μια φαντασίωση παντοδυναμίας και να έχουν την ψευδαίσθηση ότι τα πάντα είναι δυνατά με το χρήμα. Και πάλι, τι μας κόφτει;

Ο Νταμούρ μετράει τα λόγια του όταν λέει ότι, παρά το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των επιστημόνων περιγελούν την ιδέα να κατακτήσει ο άνθρωπος την αθανασία, αφήνει ελάχιστες, έστω, πιθανότητες κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί κάποτε. Εξάλλου, πολλά από τα ανθρώπινα επιτεύγματα σε παλαιότερες εποχές θεωρούνταν απλώς αδιανόητα. Όμως, κι εδώ τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ισχυρίζεται ότι ακόμη κι αν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία μια τέτοια επιδίωξη, και μόνον το γεγονός ότι έχει τεθεί σε εφαρμογή είναι προβληματικό, διότι παράγει απτά αποτελέσματα.

makarioi2Ο συγγραφέας, περισσότερο διστακτικά απ’ όσο θα μπορούσε, συνδέει το κυνήγι της αθανασίας με τις εμπειρίες της ευγονικής. Μπορεί σήμερα η λέξη να είναι κακόσημη λόγω της σύναψής της με τις θηριωδίες των ναζί, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, αν και προφανώς όχι τόσο εγκληματικά, προγράμματα ευγονικής εφαρμόστηκαν και σε φιλελεύθερες και δημοκρατικές χώρες, όπως η Σουηδία και οι ΗΠΑ. Ο αντίλογος των «ιμμορταλιστών» (από το immortal, δηλαδή αθάνατος) είναι ότι κατά το δικό τους «όραμα» οι πρόοδοι που θα επιτυγχάνονται στην παράταση της ανθρώπινης ζωής δεν θα επιβάλλονται καταναγκαστικά από κάποιο κράτος. Θα επαφίεται στην ελεύθερη επιλογή του καθενός εάν και πόσο θα κάνει χρήση των δυνατοτήτων που θα του παρέχονται. Αυτό, βέβαια, παραπέμπει κατευθείαν στη λεγόμενη «φιλελεύθερη» ευγονική που αποκτά (περισσότερο θεωρητικά ακόμη, παρά πρακτικά) υπόσταση από τα τέλη του 20ου αιώνα και δώθε και η οποία θέτει εξίσου σημαντικά βιοηθικά ζητήματα ώστε ακόμη και κατεξοχήν φιλελεύθεροι στοχαστές όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα να την αντιμετωπίζουν άκρως επικριτικά.

Εν πάση περιπτώσει, προς χάριν της συζήτησης, ας υποθέσουμε ότι είναι εφικτή η κατάκτηση της αθανασίας (ποτέ βέβαια δεν θα είναι εγγυημένη: ακόμη κι αν το γήρας και η αρρώστια μπορούν να αντιμετωπίζονται εσαεί, το ατύχημα ή ο φόνος καραδοκούν). Ποιο είναι το πρόβλημα; Το κεντρικό επιχείρημα του Νταμούρ, γύρω από το οποίο εξειδικεύεται ολόκληρη η επιχειρηματολογία του είναι ότι θεμελιακή κι απαραμείωτη διάσταση της ανθρώπινης συνθήκης είναι η θνητότητα. Η προσβολή της –ακόμη και μόνο διά της προσπάθειας άρσης ή υπέρβασής της– συνιστά αναπόφευκτα μια εκ βάθρων διατάραξη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο πραγματικός και συμβολικός ορίζοντας του θανάτου μας (ο προσωπικός μας και των άλλων) μας κάνει αυτό που είμαστε. Είναι η τραγική γνώση του αναπόφευκτου τέλους που μας κάνει να πονάμε, αλλά ταυτόχρονα μας δίνει τη δυνατότητα να βιώσουμε πολύτιμες στιγμές ευτυχίας. Μας δίνει κίνητρα να αγωνιστούμε, να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας, να κυνηγήσουμε τις επιθυμίες μας, να ρισκάρουμε, να δημιουργήσουμε πολιτισμό. Ο θάνατος, όσο αποτελεί τη μοναδική βεβαιότητα, συνιστά και την κοινή μας μοίρα. Είναι επομένως αυτός που μας επιτρέπει να αναπτύξουμε ταυτοτικούς δεσμούς, να αισθανθούμε αλληλέγγυοι με άλλους ανθρώπους, να νοηματοδοτήσουμε το δικό μας βίο με βίους που έχουν προηγηθεί και βίους που θα ακολουθήσουν. Είμαστε τέκνα και τεκνοποιούμε κι αισθανόμαστε έτσι ότι αποτελούμε τον κρίκο μιας αλυσίδας γενεών – μετέχουμε σε κάτι που προηγείται κι έπεται της φθαρτής και περιορισμένης μας ζωής. Αντιλαμβανόμενοι την περατότητά μας ονειρευόμαστε το άπειρο κι αναλογιζόμαστε το επέκεινα.

makarioi1Όλα τούτα γίνονται κομμάτια και θρύψαλα εάν αισθανόμαστε απρόσβλητοι απ’ το θάνατο, υποστηρίζει ο Νταμούρ. Κι επισημαίνει πειστικά ότι τουλάχιστον στο σκεπτικό των ιμμορταλιστών (στους οποίους πέραν από τα Google’s boys εντάσσονται ουκ ολίγοι από τους ζάμπλουτους καλιφορνέζους επιχειρηματίες της πληροφορικής και της τεχνολογίας) η «δολοφονία του θανάτου» συνάπτεται εν τέλει με μια ρηχή ιδεολογία που αποθεώνει τη ζωή ως μια ατελείωτη συσσώρευση καταναλωτικών αγαθών κι εμπειριών του αυτόνομου ατόμου. Βεβαίως, εδώ η αυτονομία δεν γίνεται κατανοητή με την αρχαιοελληνική σημασία της αυτοκυβερνώμενης πολιτείας και των αρετών του πολίτη, αλλά του κατά μόνας ατόμου το οποίο αισθάνεται αύταρκες και το οποίο δεν αναγνωρίζει χρέος προς κανέναν, αξιώνοντας αντίθετα να αφεθεί απερίσπαστο στην απόλαυση της ελευθερίας και των επιλογών του. Καθίσταται όμως έτσι ανέστιο σε έναν κόσμο τον οποίο δεν μοιράζεται πια με ομοίους του και στον οποίο η γεναλογική διαδοχή καθίσταται άνευ νοήματος. Αναρωτιέται δηκτικά ο Νταμούρ: ένας «αθάνατος» γιατί να κάνει παιδιά και τι σημασία θα έχει η χρονική διαφορά μεταξύ τους σε μια κατάσταση κατά την οποία η κλεψύδρα του χρόνου έχει ακινητοποιηθεί; Μήπως πιο εύλογα θα θεωρήσει τυχόν απογόνους του ως ανταγωνιστές του στο διαμοιρασμό των πόρων;

Μολονότι συντάσσομαι αναφανδόν με τον συγγραφέα, δεν μπορώ να αποφύγω ένα προβοκατόρικο ερώτημα. Κατά τα καθιερωμένα, αναφέρεται σε ανθρώπινη συνθήκη (ή κατάσταση) την οποία αντιδιαστείλουμε προς την ανθρώπινη φύση (όπως κάναμε πολύ παλαιότερα) προκειμένου ακριβώς να τονίσουμε τον ανοιχτό κι αδέσμευτο χαρακτήρα της. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν ανάγεται σε κάποιου είδους βιολογικό προγραμματισμό, δεν περιορίζεται από κάποια προκαθορισμένη φύση, ίσα-ίσα αποδύεται συχνά σε έναν αγώνα ενάντια στη φύση (του). Εάν αυτό είναι ένα πρωταρχικό γνώρισμά μας, γιατί θα έπρεπε να θεωρηθεί σε επίπεδο αρχής αδιανόητη η εναντίωση στη θνητότητα; Εάν καταφάσκουμε ταυτόχρονα στην ανθρώπινη ελευθερία, γιατί θα πρέπει να εμποδίσουμε κάποιον να την ασπαστεί, εφόσον δεν πείθεται από τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται σε βάρος αυτής της επιδίωξης;

* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.