Χρίστος Χαραλαμπόπουλος – Τα δύο πρόσωπα του ποδοσφαίρου

(Πρόλογος του βιβλίου “Το ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα“)

«Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που δεν έχει κανένα νόμο, καμία αλήθεια. Στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει πάντα ο δυνατότερος. Γι’ αυτό είναι τόσο αγαπητό. Και αυτή την απουσία της αλήθειας, την απουσία του νόμου, κανείς μας δεν την καταλαβαίνει. Προσπαθούμε να την εξηγήσουμε μιλώντας για το ποδόσφαιρο, αρθρογραφώντας γι’ αυτό… και κανείς δεν καταφέρνει να το εξηγήσει…».

Αυτά είχε ισχυριστεί ο Μισέλ Πλατινί σε μια εξαιρετική συνέντευξη με τη Γαλλίδα συγγραφέα Μαργκερίτ Ντυράς που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Libération στις 13 και 14 Δεκεμβρίου του 1987. Στην Ντυράς δεν άρεσε η χρήση της λέξης «αλήθεια» από τον Πλατινί και σε κάποιο σημείο της συνέντευξης τού ζητά να την αντικαταστήσει με κάποια άλλη. Ο Πλατινί, επιλέγει τη λέξη «νόμο», αλλά συχνά στην διάρκεια της συνέντευξης επαναλαμβάνει τη λέξη «αλήθεια» γιατί, προφανώς, αυτό έχει βιώσει ως ποδοσφαιριστής. Η Ντυράς, που σημειωτέον δεν παρακολουθούσε ποδόσφαιρο αλλά είχε εντυπωσιαστεί από τη μεγάλη δημοφιλία του, δεν επιμένει στις ενστάσεις για τη χρήση της λέξης «αλήθεια» και στο τέλος φτάνει να χαρακτηρίσει το παιχνίδι «τόσο δαιμονικό, όσο και Θεϊκό». Αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί της Ντυράς, που αποδέχθηκε και ο Πλατινί, δείχνουν την κλίμακα μέσα στην οποία κινείται το ποδόσφαιρο. Αν ο Θεός είναι το ένα άκρο, ο δαίμονας είναι το άλλο. Η χαρά στη νίκη, η βραχυπρόθεσμη λύπη στην ήττα και η ελπίδα ότι στο επόμενο παιχνίδι η λύπη θα γίνει χαρά, ίσως να είναι ο «νόμος» ή η «αλήθεια» του Πλατινί.

Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά απέναντι στην αοριστολογία του «νόμου» και της «αλήθειας» της συνέντευξης Πλατινί-Ντυράς, αναζητά τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου. Ο Μισεά δεν είναι ο διανοούμενος που ζυμώνεται μέσω του πάθους της κερκίδας. Μάλλον, δεν πηγαίνει συχνά στο γήπεδο, αν και παρακολουθεί ποδόσφαιρο από την τηλεόραση· μάλιστα, από ό,τι δείχνει, το κάνει με ευχαρίστηση, κυρίως γιατί ανιχνεύει τα άκρα μέσα στα οποία εγγράφεται η φιλοσοφία του ποδοσφαίρου. Οι χαρακτηρισμοί της Ντυράς («τόσο δαιμονικό, όσο και Θεϊκό») για το παιχνίδι που δηλώνουν τα όριά του, στον Μισεά αλλάζουν. Ο Γάλλος φιλόσοφος έχει μελετήσει σε βάθος και ενδελεχώς την ιστορία και την εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Αυτή η μελέτη είναι που τον έχει βοηθήσει να εκφράσει τα όρια του παιχνιδιού με φιλοσοφικό τρόπο. Υποστηρίζει λοιπόν ότι από τη μια μεριά έχουμε το νεοφιλελεύθερο ποδόσφαιρο και από την άλλη το παιχνίδι της συλλογικότητας. Και το τεκμηριώνει. Υπενθυμίζει πως τα σπορ είναι γέννημα της νεωτερικότητας, όπου η σταδιακή διαμόρφωση του σύγχρονου αθλητισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια παράλληλη διαδικασία «ειρήνευσης των ηθών» και περιορισμού της καθημερινής βίας, μέσω της αυτοπειθαρχίας και του ελέγχου των ενορμήσεων. Σημειώνει πως η διαδικασία αυτή συνιστά έκφραση της διπλής αναγκαιότητας που βρίσκεται στον πυρήνα της νεωτερικής πολιτικής φιλοσοφίας: της ανάγκης, αφενός, να τερματιστούν οι κοινωνικά διαλυτικοί εμφύλιοι, θρησκευτικοί πόλεμοι και, αφετέρου, να ενθαρρυνθεί το «ήπιο εμπόριο», που υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε μια για πάντα την κοινωνική ειρήνη και την ευημερία των εθνών.

Ο Μισεά ιχνηλατεί με ενάργεια τις κολοσσιαίες μεταβολές στην εξέλιξη του αθλήματος. Το πέρασμά του από την μεγαλοαστική στην εργατική τάξη, όταν έγινε η μετάβαση από το dribbling στο passing game, αποκαλύπτει πώς το παιχνίδι από εκδήλωση της ατομικότητας κατέστη ενσάρκωση της συλλογικότητας που αντιπροσωπεύει η εργατική τάξη. Η τελευταία, ιδιαίτερα στην Αγγλία, εκμεταλλεύθηκε κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες (π.χ την αργία του σαββατιάτικου απογεύματος που κέρδισαν τα βρετανικά συνδικάτα, η αναγνώριση της ιδιότητας του επαγγελματία ποδοσφαιριστή) για να το ιδιοποιηθεί. Τούτο όμως δεν απέτρεψε τη σταδιακή κυριαρχία της καπιταλιστικής λογικής στο παιχνίδι που μπορεί να διαφοροποιήσει τα χαρακτηριστικά του: από «λαϊκό» παιχνίδι με επαγγελματίες-εργάτες, σε ένα προϊόν με λίγους προνομιούχους μισθοφόρους που εντάσσονται σε ένα star system για ευρεία κατανάλωση, με τιμή που θα ορίζει, κάθε φορά, η αγορά.

Ο Μισεά ανατέμνει με θαυμαστή ακρίβεια, κατά την γνώμη μου, τον χαρακτήρα του παιχνιδιού καθώς εξετάζει και συγκρίνει τα δύο του πρόσωπα: από τη μια ένα παιχνίδι που προσηλώνεται στο passing game και τον στόχο του, κι από την άλλη ένα παιχνίδι συλλογικότητας, που επιδιώκει την νίκη πάση θυσία, «έστω και με μισό μηδέν», ένα παιχνίδι ανταγωνιστικό, υπαγόμενο στην καπιταλιστική λογική. Μάλιστα, όπως ο ίδιος παρατηρεί, η κυριαρχία του συμφέροντος και του κέρδους πάνω στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο εξόρισε την ιδέα ότι το παιχνίδι αποτελεί πηγή ευχαρίστησης. Το γεγονός αυτό μας ανάγκασε να θεωρούμε την νίκη ως το απόλυτο κακό εξαιτίας των αρνητικών της συνεπειών σε οικονομικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Τα ΜΜΕ και ο στοιχηματισμός εκπαιδεύουν το κοινό προς αυτή την κατεύθυνση. Αποφεύγοντας το ύφος του δασκάλου που κάνει υποδείξεις, ο Μισεά εκτιμά πως η σωτηρία του παιχνιδιού μπορεί να επιτευχθεί, αρκεί οι συμμετέχοντες να έχουν διαρκώς κατά νου ότι πρόκειται απλώς για ένα ευχάριστο παιχνίδι –κατά τη διάρκεια του οποίου ξεχνάμε προσωρινά τις έγνοιες της καθημερινότητας– και ότι η «νίκη» της μιας ομάδας δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί τον εξευτελισμό και την κυριάρχηση επί του αντιπάλου. Διόλου τυχαία οι πρώτοι θεωρητικοί του σύγχρονου αθλητισμού τόνιζαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι το «να ξέρει κανείς να χάνει» και να «παίζει σωστά» συνιστά μια από τις πιο θεμελιώδεις αρετές.

Με άλλα λόγια, το παιχνίδι μπορεί να διασώζει την ψυχή του, όσο σύμφωνα με τον Γκαλεάνο, ξεκουράζεται μέσα στο σύνθημα των παιδιών στην Λατινική Αμερική όταν βγαίνουν στον δρόμο για να παίξουν ποδόσφαιρο: «Χάσουμε – κερδίσουμε, εμείς θα το γλεντήσουμε».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *