Λάκης Προγκίδης – Ο Φιλίπ Μυρέ στη χώρα του καλού

(Επίμετρο του βιβλίου “Αγαπητοί τζιχαντιστές…“)*

Αγαπητοί τζιχαντιστές… Δεν πρόκειται ούτε για λιβελογράφημα, ούτε για φάρσα, ούτε όμως και για κάποια από τις συχνές προκλήσεις με τις οποίες διασκεδάζουν τα τελευταία χρόνια οι μηντιακοί διανοούμενοι και το κοινό. Ούτε βέβαια για κάποιον από τους επιθετικούς λιβέλους που τόσο χαροποιούν τους μπλόγκερ και πυκνώνουν τις γραμμές των αιωνίως αισιόδοξων. Πρόκειται, αντίθετα, για ένα βιβλίο που κάνει έκκληση στην κοινή λογική. Αποτελεί έναν στοχασμό πάνω στον θάνατο του δυτικού μας πολιτισμού, τον οποίο προετοίμασε, προγραμμάτισε κι εκτέλεσε με πάσα λεπτομέρεια ένας άλλος πολιτισμός που όμως αποκαλείται κι αυτός «δυτικός». Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κάποιο λογοπαίγνιο. Ο Μυρέ μιλά για μια βρυκολακιασμένη Δύση. Μιλά για τον πολιτισμό που κατάφερε μέσα σε πενήντα χρόνια να αυτοκαταστραφεί, για έναν πολιτισμό που μπόρεσε να εξαντλήσει ολόκληρη τη ζωτική του δύναμη, που πέτυχε να αποξηράνει μέχρι και την τελευταία ικμάδα του στοιχείου που συγκροτούσε την ιδιοσυγκρασία του και στάθηκε έτσι ικανός να παρεκκλίνει απόλυτα από τις αξίες του, τουτέστιν από την «κριτική σκέψη, το πνεύμα της σύγκρουσης και την ικανότητα ν’ αφομοιώνουμε το Κακό και το δαιμονικό προκειμένου να τα κατανοούμε και να τα πολεμούμε».

Το γεγονός πως ένα δοκίμιο τόσο «καυτά» επίκαιρο -όπως συνήθως λέγεται- χρειάστηκε να περιμένει τόσα χρόνια πριν αρχίσει να μεταφράζεται σε γλώσσες πέραν των γαλλικών καταδεικνύει την ουσιώδη ανεπάρκεια των υπερπληροφορημένων, κατά τα άλλα, κοινωνιών μας. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης που πηγαινοέρχονται φρενιτιωδώς στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη με σκοπό την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την προώθηση της υπεράφθονης, πια, φιλολογίας που τα συνοδεύει, δείχνουν ελάχιστη ευαισθησία απέναντι στην πιο στοιχειώδη ανθρώπινη ικανότητα: τον στοχασμό. Κι εντούτοις, ο τελευταίος επιβιώνει ακόμη, όπως αποδεικνύει τούτο το βιβλίο. Αν θέλει, όμως, κανείς να επωφεληθεί από την ανάγνωσή του, θα πρέπει, την ώρα που το διαβάζει, να κλείσει τα αυτιά του στον μηντιακό θόρυβο και να προσηλωθεί στον τρόπο με τον οποίο βλέπει ο Μυρέ την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο πολιτισμός μας.

Το μόνο που μπορέσαμε -ή, πιο σωστά, το μόνο που θελήσαμε- να κρατήσουμε από αυτή την τρισχιλιετή ιστορία είναι η ταμπέλα της: «Δύση». Στην ανά χείρας ανοικτή επιστολή του ο Μυρέ εξηγεί τούτη τη διαβολική μεταμόρφωση, τούτη την άρνηση του ίδιου μας του εαυτού που δε μας επιβλήθηκε από κανέναν εξωτερικό εχθρό και καμία εχθρική δύναμη. Είναι αυτή η, κατά κάποιον τρόπο, μετα-δυτική Δύση που επεκτείνεται ανά τον πλανήτη και οδηγεί -διά πυρός και σιδήρου, αν χρειαστεί- ολόκληρη την ανθρωπότητα προς την παγκοσμιοποίηση. Όμως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, και πολύ σωστά, ότι, χωρίς τα πάλαι ποτέ εγγενή της γνωρίσματα και χωρίς τα πνευματικά της όπλα, η Δύση θα έπρεπε να βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου Καιρός ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, καιρός να δείτε κι εσείς την πραγματικότητα κατάματα, «αγαπητοί μας τζιχαντιστές»: αυτός που κατάφερε να πιει το ίδιο του το αίμα είναι ακατανίκητος. Τάδε έφη Φιλίπ Μυρέ.

Φυσικά το Αγαπητοί τζιχαντιστές… δεν είναι το μόνο βιβλίο του Μυρέ που παρέμενε μέχρι σήμερα αμετάφραστο. Το σύνολο του έργου του -μυθιστορηματικό, δοκιμιακό, ποιητικό και κριτικό- παραμένει ακόμη έγκλειστο εντός των γαλλικών συνόρων, περιμένοντας υπομονετικά πότε οι εκδότες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών (με τη γεωγραφική έννοια του όρου) χωρών θα θυμηθούν πως το επάγγελμά τους συνίσταται πρώτα και κύρια στο να εντοπίζουν και να διαδίδουν το έργο συγγραφέων αληθινά κι όχι μόνο κατ’ όνομα ανατρεπτικών, οι οποίοι αμφισβητούν την κυρίαρχη συναίνεση. Ο Φιλίπ Μυρέ αποτελεί μια ιδιάζουσα φωνή. Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που δε συμμετείχε συνειδητά στη μεγάλη -και δήθεν αναπόφευκτη- μασκαράτα της εμπορευματοποίησης της τέχνης και του πνεύματος που έλαβε χώρα στη Γαλλία, μετά το πέρας της λεγόμενης Χρυσής Τριακονταετίας (1945-1975). Αντιστάθηκε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 2006, στα θέλγητρα της μηντιακής ζωής -τηλεοπτικές εκπομπές, υπογραφή αυτογράφων, διοργάνωση εσπερίδων για την παρουσίαση των εκάστοτε καινούργιων βιβλίων ενός συγγραφέα και όλα τα καθέκαστα- και μόχθησε για να μη γράψει ποτέ έστω και την παραμικρή λέξη για την οποία να μην ήταν πεπεισμένος ότι θα συνέβαλλε κι αυτή στο γενικότερο συγγραφικό του εγχείρημα με στόχο την απομυθοποίηση του κόσμου μας, σε τούτη τη συνολική προσπάθεια του συγγραφέα να δει τις κοινωνίες μας με καθαρή ματιά.

Από το 1973, οπότε και εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα (με τίτλο Πολλαπλό άσμα [Chant pluriel]), μέχρι και το 2006, χρονιά κατά την οποία κυκλοφορεί το «λεξικό» του υπό τον τίτλο Το λεξικό τσέπης (Le Portatif), ο Μυρέ εξέδωσε δεκατέσσερα έργα -τα οποία καλύπτουν όλα τα συγγραφικά ήδη: πρόζα, ποίηση, δοκίμιο, κριτική- και δημοσίευσε πάνω από τριακόσια άρθρα, σε πλήθος περιοδικών κι εφημερίδων. Τα τελευταία τα συγκέντρωσε σε έξι τόμους: τέσσερις εξ αυτών υπό τον τίτλο Πνευματικοί εξορκισμοί (Exorcismes spirituels) και δύο υπό τον τίτλο Μετά την Ιστορία (Après lHistoire). Αυτό το εντυπωσιακό έργο, μια συνεχιζόμενη δημιουργία τριάντα τριών χρόνων που δεν ακολούθησε ποτέ την πεπατημένη, δεν πέρασε διόλου απαρατήρητο. Το πρώτο του μεγάλο δοκίμιο, Ο 19ος αιώνας στο πέρασμα του χρόνου  (Le XIXe siècle à travers les âges)  -μια θαυμάσια και ριζοσπαστική επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο ο επιστημονισμός κι ο άνωθεν επιβεβλημένος εξορθολογισμός της ανθρώπινης ζωής οδηγούν στον σκοταδισμό-, έκανε αίσθηση κι έλαβε θετικά σχόλια, όταν κυκλοφόρησε το 1984. Κατά τα άλλα, όμως, ο Μυρέ παρέμεινε κατά κύριο λόγο άσημος ως συγγραφέας, σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της απροθυμίας του να ακολουθήσει τους κυρίαρχους κανόνες του παιχνιδιού. Οι μόνοι του θαυμαστές κι υποστηρικτές προέρχονταν από τον κύκλο ορισμένων συγγραφέων που ήταν κι αυτοί πνεύματα γνήσια κριτικά όπως κι ο ίδιος. Η πραγματική, όμως, ρήξη του συγγραφέα μας με τους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Γαλλίας έλαβε χώρα το 1991, με την έκδοση του δοκιμίου του Η αυτοκρατορία του Καλού (LEmpire du Bien). Πρόκειται για το βιβλίο που αποτέλεσε τη μήτρα ολόκληρης της μετέπειτα δημιουργίας του, άρα και του Αγαπητοί τζιχαντιστές…, που κυκλοφορεί λίγους μήνες μονάχα μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Το 1991 δεν είναι μια τυχαία χρονιά. Πρόκειται για τη στιγμή που ανοίγει τις πύλες της η Γιουροντίσνεϋ, 80 χιλιόμετρα δυτικά του Παρισιού. Είναι τότε που οι μεγάλοι τουριστικοί οδηγοί, οι οποίοι πωλούνταν στους επισκέπτες τούτου του πάρκου, άρχισαν να αναφέρουν το Παρίσι απλώς και μόνον ως ένα παρακείμενο αξιοθέατο που θα άξιζε μια μικρή παράκαμψη. Είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε εδώ με ορισμένες συμπτώσεις, τις οποίες αν δούμε από κάποια απόσταση παύουν να είναι τέτοιες. Κατά την ιστορική στιγμή που (υπό τη μεσολάβηση της Γαλλίας του Μιτεράν) η γεωγραφική και συμβολική καρδιά της Ευρώπης καλωσόριζε με τυμπανοκρουσίες την αμερικανική βιομηχανία νηπιοποίησης του ανθρώπινου όντος, ο Μυρέ εξέδιδε την Αυτοκρατορία του Καλού και μέσα από τις σελίδες της ανέλυε τη θεαματική επικράτηση της παιδοκρατίας στο σύνολο των πτυχών της ζωής μας, τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής. Πρόκειται για μια εξέλιξη που πάει αρκετά πίσω. Διότι αυτή η λατρεία του παιδιού, της οποίας η Γιουροντίσνεϋ συνιστά το πιο ρητό σύμβολο, σηματοδοτεί μάλλον τη θριαμβευτική κατάληξη μιας μακράς σειράς προσπαθειών που καταβάλλει η Δύση εδώ κι έναν αιώνα προκειμένου να ξεφορτωθεί το πολιτισμικό της θεμέλιο: το ελεύθερο, αυτόνομο και δημιουργικό άτομο, τουτέστιν τον άνθρωπο που μοχθεί για την αυτο-υπέρβασή του. Ιδού ένα απόσπασμα του βιβλίου στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει, μεταξύ άλλων, την προέλευση του Αγαπητοί τζιχαντιστές… :

Ο φιλανθρωπικός τηλε-κολεκτιβισμός συνιστά ιδανικό κληρονόμο -αλλά και μια πιο ήπια εκδοχή- όχι απλώς του κομμουνιστικού δεσποτισμού γενικώς, μα και των ενάρετων κομπασμών του λογοτεχνικού του διδακτισμού ειδικότερα -είτε πρόκειται για τα βουκολικά ειδύλλια του Αραγκόν είτε για τα ρομάντζα του Ελυάρ.

Όλα τα μυαλά έχουν μετατραπεί σε κολχόζ. Γραφειοκρατία, δημόσιες καταγγελίες, τρεμάμενη λατρεία της νεότητας, εξάτμιση της σκέψης, σβήσιμο του κριτικού πνεύματος, μάζες υπό χυδαία χειραγώγηση, καταναγκαστικές αναβιώσεις της Ιστορίας που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να την εκμηδενίζουν, κιτς αισθητικής επικλήσεις του συναισθήματος ενάντια στον Λόγο, μίσος ενάντια στο παρελθόν, ομογενοποίηση του τρόπου ζωής: Η Αυτοκρατορία του Καλού οικειοποιείται πλείστα γνωρίσματα της παρελθούσας ουτοπίας, δίχως όμως να τ’ αλλάζει ιδιαίτερα. Όλα συνέβησαν γρήγορα, ταχύτατα. Οι τελευταίοι πυρήνες αντίστασης σκορπίζουν, οι Κομάντος της Εικόνας καταλαμβάνουν χαμογελαστοί την επικράτεια. Το μόνο που πετάμε από τις χονδροειδείς κολεκτιβιστικές ιδεολογίες του παρελθόντος είναι τα πιο γελοία τους κεφάλαια (με πρώτη πρώτη τη δικτατορία του προλεταριάτου). Κατά τ’ άλλα όμως η αγελαία τους ουσία παραμένει αμετάβλητη και δε χρειάζεται ν’ ανησυχούμε μήπως τάχα και μας λείψει. Εξ ου και όλη αυτή η σπέκουλα περί της υποτιθέμενης μεγάλης επιστροφής του ατομικισμού -εντός ενός κόσμου όπου κάθε μοναδικότητα έχει εξαλειφθεί!- αποδεικνύεται ως ένα ακόμα από αυτά τα παραμυθητικά θέματα-φετίχ δημοσιογράφων και κοινωνιολόγων τα οποία με διασκεδάζουν ιδιαίτερα. Πού και πότε το εντόπισαν οι εν λόγω τούτο το άτομο; Σε ποια ξεχασμένη γωνιά του γελοίου μας πλανήτη;

Η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται το μυθιστορηματικό και δοκιμιακό έργο του Μυρέ είναι η εξής: ζούμε πλέον σ’ έναν μετα-ιστορικό κόσμο. Ο κόσμος μας μοιάζει τόσο πολύ στον πραγματικό ιστορικό κόσμο τον οποίο διαδέχθηκε, ώστε κινδυνεύει κανείς να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του εντός του δίχως, όμως, να αντιληφθεί τις μεταξύ τους διαφορές. Εντούτοις, τους δύο αυτούς κόσμους τους χωρίζει μια ανυπέρβλητη άβυσσος. Διότι, ενώ ο ιστορικός κόσμος περιλαμβάνει στις τάξεις του το Κακό (δηλαδή το αρνητικό ή, με άλλα λόγια, το χαλίκι που βραχυκυκλώνει τα γρανάζια της μηχανής, την άρνηση της επανάληψης, το κριτικό πνεύμα, τα τεκταινόμενα πίσω από την επίσημη πρόσοψη), ο μετα-ιστορικός του διάδοχος αρνείται επίμονα την ύπαρξή του. Ενώ ο πρώτος συνίσταται στις διαδοχικές ενσαρκώσεις της ατέρμονης πάλης ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, ο δεύτερος αναγνωρίζει μόνο τη μάχη του Καλού με το Καλό. Είναι όμως κάτι τέτοιο δυνατό; Ο Μυρέ απαντά καταφατικά. Διότι μέσω της διαρκούς γιορτής, της μηντιακής αποχαύνωσης, της αποερωτικοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων, του ανηλεούς διωγμού των ατομικών απολαύσεων (που θεωρούνται επιβλαβείς για την υγεία μας), της συνολικής απαξίωσης του παρελθόντος και πλήθος άλλων τεχνασμάτων αυτού του είδους, ο μετα-ιστορικός κόσμος έχει καταφέρει να πνίξει εν τη γενέσει της την ιδέα πως θα μπορούσε κανείς να του ασκήσει κριτική ή ακόμη και να τον απορρίψει.

Ορισμένοι κακεντρεχείς θέλουν να συγχέουν τον Φιλίπ Μυρέ με τον Φράνσις Φουκουγιάμα, επειδή έκανε κι αυτός λόγο, κατά την ίδια περίοδο, για το «Τέλος της Ιστορίας». Προφανώς και σε ένα πρώτο επίπεδο οι δύο συγγραφείς συμπίπτουν, εφόσον ισχυρίζονται αμφότεροι πως η Ιστορία έχει τελειώσει. Το να τους μπερδέψουμε, ωστόσο, θα συνιστούσε κραυγαλέα παρανόηση. Ο Φουκουγιάμα χορεύει περιχαρής γύρω από το πτώμα της Ιστορίας, έμπλεος ικανοποίησης που μπορούμε πλέον να την ξεφορτωθούμε. Ατενίζει με ενθουσιασμό την έλευση της τελικής περιόδου της ενοποιημένης (δηλαδή παγκοσμιοποιημένης) ανθρωπότητας που δε θα ταλανίζεται πλέον ούτε από πολέμους ανάμεσα στα έθνη (καθώς θα μας αρκεί πλέον μόνο το αμερικάνικο έθνος), ούτε από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις (καθώς θα αρκεί πια ο αμερικανικός πραγματισμός), ούτε όμως και από διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους πολιτισμούς (μιας και θα μας καλύπτει πλέον πλήρως το αμερικανικό meltingpot). Αντίθετα ο Μυρέ βρίσκεται από τη μεριά των ηττημένων, μαζί με το θύμα. Ασφυκτιά και μάχεται με όλες του τις δυνάμεις ενάντια σε αυτή την καινούργια εποχή της ανθρωπότητας που επιβιώνει με διαρκείς ενέσεις «υπερεορταστικότητας» και «διαρκούς ασφάλειας».

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων υπερεορταστικής ευφορίας, η Δύση (δηλαδή η Αυτοκρατορία του Καλού) ξυπνούσε έντρομη από τον λήθαργό της. Διαπίστωνε τότε πως το μόνο πράγμα που προέκυψε από το μεγαλεπήβολο σχέδιο εγκαθίδρυσης ενός κόσμου δίχως σύνορα, στην εφαρμογή του οποίου είχε ριχτεί από την επομένη κιόλας της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ, ήταν μια τρομοκρατία δίχως σύνορα. Διόλου όμως αυτή η διαπίστωση δεν οδήγησε την Αυτοκρατορία σε κάποια αναθεώρηση των γεωστρατηγικών και πολιτιστικών της βλέψεων. Κι ούτε, προφανώς, τέθηκε ποτέ, έστω και για μια στιγμή,  ζήτημα στοχασμού πάνω στον βαθύ δεσμό που υφίσταται ανάμεσα, από τη μια μεριά στη μετατροπή ολόκληρης της γης σε σουπερμάρκετ, και από την άλλη στη δολοφονική τρέλα των τρομοκρατικών ομάδων που επικαλούνται το Ισλάμ. Για του λόγου το αληθές, ο γάλλος Πρωθυπουργός έσπευσε να κόψει τον βήχα σε όποιον πρότεινε κάποια πιο συγκεκριμένη εξέταση τούτης της τρομοκρατίας που μαστίζει τον πλανήτη μας εδώ και τριάντα χρόνια, όταν δήλωνε, αμέσως μετά τη σφαγή στο Μπατακλάν στις 13 Νοεμβρίου του 2015, ότι «οι προσπάθειες εξήγησης της τρομοκρατίας ισοδυναμούν με δικαιολόγησή της». Θα ήταν, δε, υπερβολή να περίμενε κανείς πως θα μπορούσαμε, δεδομένων των συνθηκών, να αντιληφθούμε το Κακό ως μια εγγενή διάσταση των ιδεωδών μας και των έργων μας. Τουναντίον, το μόνο που κάναμε ήταν να κηρύξουμε τον πόλεμο. Θα πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι, δίχως έναν στοχασμό επί των βασικών αιτίων αυτής της σύγκρουσης, διατρέχουμε τον κίνδυνο να τη δούμε να μετατρέπεται σε αυτό που ο Ρενέ Ζιράρ (René Girard) -ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του Μυρέ- αποκαλούσε μιμητικό ανταγωνισμό.

Θα νικήσει ο πιο πεθαμένος από τους δύο, δηλαδή εμείς, έλεγε ο Μυρέ. Επιμένω πως δεν πρόκειται εδώ για κάποια προσπάθεια πρόκλησης ή για ένα από τα ευφυολογήματα για τα οποία φημίζονται οι γάλλοι συγγραφείς. Πρόκειται, αντίθετα, για έναν αφορισμό που συμπυκνώνει μια ώριμη ηθική κρίση σχετικά με τον πολιτισμό μας, ζυγισμένη από κάθε άποψη και προϊόν λεπτομερούς ανάλυσης, ως κατάληξη μιας πνευματικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης τριάντα χρόνων. Θα μπορούσαμε, άραγε, υπό αυτήν την έννοια να ισχυριστούμε ότι ο Μυρέ ακολουθεί τα ερωτήματα που έθεσαν κατά τον Μεσοπόλεμο ο Πωλ Βαλερύ και ο Έντμουντ Χούσερλ σχετικά με την κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού[1]; Σίγουρα. Αρκεί να μη λησμονούμε ότι, ενώ στην περίπτωση των Βαλερύ και Χούσερλ επρόκειτο ακόμη για προαισθήματα, προειδοποιήσεις και προμηνύματα, στον Μυρέ ο θάνατος του πολιτισμού μας έχει ήδη συντελεστεί. Με τη μόνη, βέβαια, διαφορά πως το πτώμα πιστεύει πως είναι πιο ζωντανό από ποτέ. Πρόκειται μήπως για κάποιο θαύμα; Όχι δα -απλώς μας έκαναν να καταπιούμε τεράστιες δόσεις από το ελιξίριο του Καλού.

Διότι, φυσικά, ο Μυρέ δε μας ήρθε ουρανοκατέβατος. Έχει κι αυτός τους πνευματικούς του προγόνους. Λόγου χάριν, έναν χρόνο πριν πεθάνει, το 1947, ο Ζωρζ Μπερνανός (Georges Bernanos) έδωσε μια σειρά διαλέξεων που εκδόθηκαν μεταθανάτια υπό τον τίτλο Τι να την κάνουμε την ελευθερία; (La liberté, pour quoi faire?). Επρόκειτο για μια αυστηρή κριτική ενός πολιτισμού ο οποίος, έχοντας μόλις βγει από τον πλανητικών διαστάσεων εφιάλτη που ο ίδιος προκάλεσε, αρνούνταν επίμονα να αντλήσει το παραμικρό μάθημα προς την κατεύθυνση του περιορισμού των αχαλίνωτων επιθυμιών του για υλικές ανέσεις και αγαθά. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ο Μπερνανός ήταν το εξής: ενώ για τους βιολογικούς οργανισμούς η αποσύνθεση ξεκινά μετά τον θάνατο, στην περίπτωση των ανθρώπινων πολιτισμών προηγείται του θανάτου.

Ο Μυρέ πλέκει επανειλημμένως το εγκώμιο του Μπερνανός στα δοκίμια και τα άρθρα του. Όπως επίσης κι αυτό των Φλάννερυ Ο’Κόννορ, Φίλιπ Ροθ, Μίλαν Κούντερα αλλά και τόσων άλλων συγγραφέων, πρωτίστως μυθιστοριογράφων, καθώς το λοξό βλέμμα υπό το οποίο αυτοί εξετάζουν τον κόσμο εξήπτε και τη δικιά του ματιά. Εντούτοις, δύο είναι οι αληθινοί και δεδηλωμένοι πνευματικοί του πατέρες, τους οποίους αναφέρει και σχολιάζει διαρκώς υπό το φως των σημερινών εξελίξεων: ο Μπαλζάκ κι ο Σελίν. Ο Μυρέ επικαλείται με κάθε ευκαιρία την κληρονομιά τους: την ικανότητά τους να αγκαλιάζουν τον κόσμο στην ολότητά του. Θα ήθελα, ωστόσο, να σταθώ στο γεγονός πως, από αισθητικής απόψεως, τους ξεπερνά σε ό,τι αφορά ένα θεμελιώδες σημείο: το γέλιο. Διότι το χιούμορ του Μυρέ αγγίζει ύψη που μόνο στα όνειρά τους θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τα δυο μεγάλα του πρότυπα. Προφανώς και δεν υπονοώ εδώ ότι ο συγγραφέας μας τράβηξε μόνος του αυτόν τον δρόμο και ότι το χιούμορ του συνιστά προϊόν παρθενογένεσης. Τουναντίον μάλιστα: μέσα απ’ το χιούμορ του ακούμε ν’ αντηχεί το γέλιο που συνόδευσε την έναρξη των Νέων Χρόνων -το γέλιο του Ραμπελαί! Υπό τη μόνη διαφορά, όμως, πως στην περίπτωση του Μυρέ οι σημερινοί σκοτεινοί καιροί αναγκάζουν το χιούμορ, που για τον γενναίο του πρόγονο συνιστούσε απλώς το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, να μετατραπεί περαιτέρω σ’ ένα εξαιρετικά λεπτό εργαλείο το οποίο βοηθά τον στοχασμό να προσανατολιστεί μέσα στην ομίχλη που καλλιεργούν οι κοινοτοπίες που μας ζώνουν πανταχόθεν.

* Lakis Proguidis, «Muray existe!». Πρόκειται για το γαλλικό πρωτότυπο του προλόγου της ιταλικής μετάφρασης του Αγαπητοί τζιχαντιστές… (P. Muray, Cari jihadisti, μετάφραση F. Lorandini και O. Maillart, Τορίνο, Miraggi edizioni, 2016).

[1] Σ.τ.μ.: βλ. σχετικά Πωλ Βαλερύ, Η κρίση του πνεύματος (1919), μτφρ. Θ. Χατζόπουλος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996· Edmund Husserl, Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία (1934-1937), εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Π. Κόντος, Αθήνα, Εκκρεμές, 2011.

1 thought on “Λάκης Προγκίδης – Ο Φιλίπ Μυρέ στη χώρα του καλού”

  1. Εξαίρετο το βιβλιο Λυρικη γενια με την επιμετρο του Λ.Προγκιδη να του μεταφερεται τις θερμες μου ευχες οπως και στην εξαίρετη μεταφραση Γ Καραμπελας και σε εσας σαν εκδοτικο οικο που αποφασισατε να το εκδωσετε

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *