Ένα συλλογικό πορτρέτο της γενιάς που διαμόρφωσε τον κόσμο

Του Γιάννη Κτενά

(Βιβλιοκριτική που δημοσιεύτηκε στα “ΝΕΑ”)

 

Το βιβλίο του Φρανσουά Ρικάρ Η λυρική γενιά. Δοκίμιο για τη ζωή και το έργο των πρώτων baby boomers κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μάγμα τον Νοέμβριο του 2020 και μου κράτησε συντροφιά τις τελευταίες μέρες της χρονιάς που πέρασε και τις πρώτες μέρες της χρονιάς που ήρθε. Την προσοχή μου τράβηξαν τόσο το θέμα του έργου, όσο και τα διαπιστευτήρια του συγγραφέα, ο οποίος αποτελεί έναν από τους πλέον έγκριτους μελετητές του Μίλαν Κούντερα παγκοσμίως (η Εστία έχει εκδώσει το δοκίμιό του Το τελευταίο απόγευμα της Ανιές, που αναφέρεται στην ηρωίδα της Αθανασίας του γαλλοτσέχου λογοτέχνη). Έσπευσα λοιπόν να ανοίξω το βιβλίο μόλις βρήκα τον απαιτούμενο χρόνο – και δεν απογοητεύτηκα.

Ευθύς εξαρχής, ο Ρικάρ καθιστά σαφή την πρόθεσή του, η οποία δεν είναι άλλη από τη σκιαγράφηση ενός συλλογικού πορτρέτου της γενιάς που ήρθε στον κόσμο αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Έτσι, αν ως baby boom ορίζεται πολύ γενικά η εντυπωσιακή αύξηση των γεννήσεων από το τέλος του Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται συγκεκριμένα για τα συλλογικά χαρακτηριστικά των πρώτων baby boomers. Αυτοί οι «πρωτότοκοι», όπως τους αποκαλεί επανειλημμένα, διακρίνονται από ιδιαίτερες ποιότητες, που δεν χαρακτηρίζουν όσους βλέπουν το φως το 1960, για παράδειγμα. Και το ζητούμενο για τον ίδιο είναι ακριβώς να συλλάβει το πνεύμα, το «δαιμόνιο» αυτών των πρωτοτόκων, την υπαρξιακή και αισθηματική ατμόσφαιρα, τους τρόπους σκέψης και πράξης που σημαδεύουν τη γέννηση, την ανατροφή και την ενηλικίωσή τους.

Δεδομένου μάλιστα ότι ο Ρικάρ είναι γεννημένος το 1947, γίνεται κατανοητό ότι αυτό το συλλογικό πορτρέτο είναι την ίδια στιγμή και ένα αυτοπορτρέτο: ο παρατηρητής είναι σε κάποιο βαθμό αδιαχώριστος από το παρατηρούμενο φαινόμενο, κάτι που κατά τον Ρικάρ αποτελεί χαρακτηριστικό του δοκιμιακού είδους, το οποίο δηλώνει ρητά πως θέλει να υπηρετήσει. Πράγματι, κινούμενος με άνεση ανάμεσα στα πεδία της δημογραφίας, της ιστορίας, της ανθρωπολογίας και της πολιτικής θεωρίας, δεν καθηλώνεται στις αυστηρές αναγκαιότητες κανενός από αυτά, αλλά αξιοποιεί ερμηνευτικά τα συμπεράσματά τους για να προτείνει μια ιδιαίτερη θεώρηση της πραγματικότητας.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μεγάλα μέρη, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε μια περίοδο της ζωής των πρωτότοκων boomers: παιδική ηλικία, νεότητα, ενηλικίωση. Καθεμία από αυτές τις φάσεις χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρες και ιδιαίτερες συνθήκες, που σύμφωνα με τον συγγραφέα κάνουν τη λυρική γενιά να ξεχωρίζει από όλες όσες προηγήθηκαν, αλλά και από όλες όσες την ακολούθησαν.

Έτσι, η παιδική ηλικία των πρώτων baby boomers συνδέεται όχι μόνο με τον ενθουσιασμό των γονιών τους, που βγαίνοντας από τον πόλεμο ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία και θέλουν να προσφέρουν στα παιδιά τους όσα δεν μπόρεσαν να απολαύσουν οι ίδιοι, αλλά και με έναν συνολικά καινοφανή τρόπο βίωσης της παιδικής ηλικίας, που περνάει μέσα από τον πολλαπλασιασμό των νηπιαγωγείων, των κατασκηνώσεων, των δημοσίων πισινών ή των λούνα παρκ, τη γενική κυκλοφορία των προϊόντων της Nestlé και των δημητριακών Kellog’s, την ανάδυση των περιπετειών του Τεντέν και του Ταρζάν, τα παζλ και τις εργοστασιακές κούκλες. Τα παιδιά έρχονται στο προσκήνιο σαν δύναμη ανανέωσης και κατά κάποιον τρόπο επιβάλλονται στην κοινωνία, τόσο μέσα από τον αριθμό τους, όσο και μέσα από την υπόσχεση που κομίζουν.

Αυτή η επιβολή γίνεται ακόμα πιο εμφανής όταν τα εν λόγω παιδιά γίνονται οι εικοσάρηδες των μέσων και του τέλους της δεκαετίας του ’60. Πρόκειται για την εποχή του ροκ και των μεγάλων νεανικών και φοιτητικών  εξεγέρσεων, από τις ταραχές στο Μπέρκλεϊ μέχρι τον γαλλικό Μάη. Εδώ είναι που θα γίνει πλέον εμφανές σε τι συνίσταται ο ιδιότυπος λυρισμός της υπό εξέταση γενιάς, ο οποίος θα εκφραστεί με «τη μορφή μιας απέραντης αθωότητας που χαρακτηρίζεται από ξέφρενη αγάπη για τον εαυτό της, από μια κατηγορική εμπιστοσύνη στις επιθυμίες της και στις πράξεις της, και από το συναίσθημα μιας απεριόριστης εξουσίας πάνω στον κόσμο και στις συνθήκες ύπαρξης». Οι εξεγερμένοι νέοι δεν ζητούν την τάδε ή τη δείνα θεσμική αλλαγή, αλλά μια συνολική επανεκκίνηση του κόσμου συμφωνα με τις επιθυμίες τους.

Παρόλο όμως το εξεγερσιακό δυναμικό της νεότητάς της, η ενηλικίωση της λυρικής γενιάς και η εγκαθίδρυση των μελών της στις θέσεις-κλειδιά του κοινωνικού σύμπαντος συμπίπτει κατά τον συγγραφέα με την ενίσχυση και την εμβάθυνση των κυρίαρχων τάσεων της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Θυμίζοντας λιγότερο ή περισσότερο τις ασύγκριτες λογοτεχνικές περιγραφές του Μισέλ Ουελμπέκ, αλλά και τις αναλύσεις του Φιλίπ Μυρέ (που επίσης έχει εκδοθεί από το Μάγμα), του Λάκη Προγκίδη (που υπογράφει το επίμετρο του βιβλίου) ή ακόμη του Νίκου Μάλλιαρη (του επιμελητή της έκδοσης, που έχει γράψει εξαιρετικά κείμενα για θέματα όπως ο χιπστερισμός ή ο καπιταλισμός της Σίλικον Βάλεϊ), ο Ρικάρ αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους διάφορα κομβικά χαρακτηριστικά της λυρικής γενιάς, όπως η λατρεία της για τη διαρκή αλλαγή, η ρήξη με κάθε παράδοση ή η αποθέωση της επιθυμίας και της καινοτομίας τελούν σε εκλεκτική συγγένεια με βασικά μεγέθη του ύστερου καπιταλισμού.

Κλείνοντας, σκέφτομαι πως η ερμηνεία του Φρανσουά Ρικάρ για την πορεία της λυρικής γενιάς –της γενιάς που διαμόρφωσε τον κόσμο μας–, παρότι είναι εξαιρετικά γραμμένη, ευφυής και καλά θεμελιωμένη, μπορεί σε σημεία να φαίνεται κάπως μονόπλευρη, ειδικά στη σύντομη εκδοχή της που παρουσιάστηκε εδώ. Γι’ αυτό, νομίζω πως κερδίζει σε σημασία και πειστικότητα αν διαβαστεί παραπληρωματικά με άλλα έργα για την ίδια περίοδο, που αναδεικνύουν διαφορετικές πτυχές των αντίστοιχων φαινομένων· παραδείγματος χάρη, το βιβλίο των Κορνήλιου Καστοριάδη, Κλωντ Λεφόρ και Εντγκάρ Μορέν Η ρωγμή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ύψιλον, κατά σύμπτωση σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, ο οποίος έχει μεταφράσει και τη Λυρική γενιά και του οποίου η σπάνια μεταφραστική ικανότητα γίνεται φανερή και στις δύο περιπτώσεις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *